Το «Ενα δωμάτιο με θέα» συνιστά ορόσημο όχι μόνο της δημιουργικής πορείας του ομολογουμένως ταλαντούχου αυτού συγγραφέα (Λονδίνο 1879 – Κόβεντρι 1970), ο οποίος, σημειωτέον, διεκδίκησε δεκαέξι φορές το βραβείο Νομπέλ, αλλά και της δυτικοευρωπαϊκής στρατηγικής εν γένει στον χώρο της καθαρά δημιουργικής γραφής. Εκείνης δηλαδή της στρατηγικής η οποία πράγματι ήξερε πώς να αναδείξει εντέλει το μυθιστορηματικό είδος σε ύψιστη τέχνη. Οι χαρακτήρες διακρίνονται κυρίως για την αδιαπραγμάτευτη προσήλωσή τους στην πάση θυσία επαλήθευση του εαυτού τους. Η γνησιότητα των όποιων αντιδράσεών τους, η αυθεντικότητα των εκφάνσεων του λόγου, η ακεραιότητα της συμπεριφοράς τους, σύμφωνα με τους ξεκάθαρους ή σκοτεινούς κανόνες που θέσπισαν οι ίδιοι, επιβεβαιώνονται από σελίδα σε σελίδα. Η βιομουσική τους απλώνεται στις σελίδες του βιβλίου με μιαν αψεγάδιαστη χάρη. Η πιστότητα του ήθους οικοδομεί υποδειγματικά την ικανή και αναγκαία συνθήκη της κειμενικής αλήθειας. Εξού και η αδιάπτωτη, διαχρονική διηγητική αίγλη του έργου αυτού, ηλικίας αισίως εκατόν εννέα ετών. Οι περιγραφές των κυρίων και των δευτερευόντων ηρώων συναγωνίζονται η μια την άλλη σε ακριβολογία, σε ανθρωπολογική εκλέπτυνση και σε ψυχολογική εμβάθυνση. Η μετάφραση παρακολουθεί με άνεση τις σχετικές καταθέσεις, ενώ ο εξαιρετικά κατατοπιστικός πρόλογος υποστηρίζει καταλλήλως την περαιτέρω πρόσληψη. Παραθέτω την εξής χαρακτηριστική προσωπογραφία για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Η Σάρλοτ Μπάρτλετ πρακτική, αλλά χωρίς καμιά ικανότητα […] παρόλη τη διπλωματία της, ένιωσε πως γερνούσε πια […] ανέκτησε τον αγαπημένο της ρόλο, εκείνον του πρώιμα γερασμένου μάρτυρα […] πραγματικά δεν ήταν ούτε ελαστική ούτε ταπεινή ούτε ασυνεπής. Είχε παίξει σαν μεγάλη καλλιτέχνις· για κάμποσο καιρό –στην πραγματικότητα για χρόνια –υπήρξε ασήμαντη, αλλά στο τέλος παρουσιάστηκε στο κορίτσι ολόκληρη η εικόνα ενός άχαρου, ανέραστου κόσμου, στον οποίο οι νέοι οδεύουν ολοταχώς προς την καταστροφή ώσπου να πάρουν το μάθημά τους –ενός αισχυνόμενου κόσμου αναστολών και φραγμών, που μπορεί να ανατρέπουν το κακό, δεν φέρνουν όμως το καλό, αν κρίνουμε από εκείνους που τους έχουν χρησιμοποιήσει τα μέγιστα». Τονίζω εδώ τη λυσιτελή αξιοποίηση και του καταστατικού στοιχείου μιας εγγενούς μεταφυσικής αξίας, όπως αποτυπώνεται σε μία από τις αρχικές σελίδες του έργου: «Πλησίαζαν την πανσιόν. Σταμάτησε και ακούμπησε τους αγκώνες της στο παραπέτο της όχθης. Εκανε κι αυτός το ίδιο. Υπάρχει ενίοτε κάτι μαγικό στην ταυτοποίηση της στάσης· είναι ένα από τα πράγματα που μας υποδεικνύουν την αιώνια συντροφικότητα».
Αναγνωστική φαντασία
Μια νεαρή αγγλίδα και ήδη δόκιμη πιανίστρια, ονόματι Λούσι Χάνιτσερτς, αποφασίζει, έπειτα από έντονες ένδον ζυμώσεις, να παντρευτεί τον γήινο, εμφανώς πραγματιστή Τζορτζ Εμερσον, απορρίπτοντας την ύστατη στιγμή τον υπερφίαλο αριστοκράτη αρραβωνιαστικό της, τον «εξυπνάκια» Σέσιλ, ο οποίος, υποτίθεται, θα τη διέσωζε από την τάξη, στην οποία εκείνη εξ ορισμού ανήκε. Συγκρατώ ότι τα ανώτερα στρώματα της εδουαρδιανής Αγγλίας παρέχουν ορισμένα από τα κυριότερα μοτίβα τής άριστα συγκερασμένης αφήγησης. Η δε άγαμη εξαδέλφη της Λούσι, η προαναφερόμενη Σάρλοτ Μπάρτλετ, ουσιώνει ό,τι ευτυχώς δεν κατάντησε η πρώτη. Στο πεδίο των κειμενικών εφαρμογών, το παρόν έργο αποδεικνύει πόσο αποτελεσματική όντως υπήρξε η πρόνοια της διαχείρισης του συγκεκριμένου υλικού, σε συνδυασμό με τις προοπτικές τις οποίες παρέχει για μια διεξοδική συμμετοχή της ίδιας της αναγνωστικής φαντασίας, κατά τρόπο ιδιαίτερα ελκυστικό κι άλλο τόσο πρόσφορο. Ενα δε μέτρο της μεταστοιχείωσης του ορατού σε αποκλειστική ζώνη ωσμώσεων αοράτων και υπερφυσικών ειδολογικών παραμέτρων έστω ότι συνιστά εκ του ασφαλούς η εξής ειδολογικά αναβαθμισμένη περιγραφή μιας τυπικής κατά τα άλλα πλατείας στην Ιταλία. Πρόκειται για την Πιάτσα Σινιορία:
«Η υπέροχη πλατεία ήταν σκιερή· ο ήλιος είχε αργήσει να έρθει και να τη φωτίσει. Ο Ποσειδώνας ήταν ήδη εξαϋλωμένος στο λυκόφως, μισός θεός, μισός φάντασμα, και το σιντριβάνι του πιτσίλιζε ονειροπόλα άντρες και σάτυρους που κάθονταν ράθυμα γύρω του. Η Στοά φαινόταν σαν τριπλή είσοδος μιας σπηλιάς όπου διέμεναν πλήθος θεότητες, σκιώδεις αλλά αθάνατες, παρατηρώντας τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των ανθρώπων. Ηταν η ώρα της μη πραγματικότητας –η ώρα, δηλαδή, όπου ανοίκεια πράγματα γίνονται πραγματικά. Κάποιος μεγαλύτερός της, μια τέτοια ώρα και σ’ ένα τέτοιο μέρος, θα νόμιζε ότι αυτά που συνέβαιναν γύρω του ήταν αρκετά και θα έμενε ευχαριστημένος […] Εδώ, κι όχι μόνο στην ερημία της φύσης, μπορεί ένας ήρωας να συναντήσει μια θεά ή μια ηρωίδα έναν θεό». Συγκρατώ ότι οι συνόψεις των πτώσεων και των μεταπτώσεων των υπάρξεων εκείνων, οι οποίες τολμούν να αντισταθούν σε ό,τι η υπερδομή κοινωνικών κατεστημένων επιτάσσει, οι συνάψεις και οι τριβές, συχνά πεπρωμένες, των ερωτικών υποκειμένων στο πεδίο μάχης των δύο φύλων, η συχνή εστίαση στα εξωπραγματικά στοιχεία του βίου, η προβολή της μυστηριακής πλευράς του ορμέμφυτου, η ανάδειξη της κρίσιμης λεπτομέρειας σε αφηγηματικό πολικό αστέρα, η καταληκτική σύνθεση των αντίθετων ροπών σε μια αρραγή ενότητα διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το όλο συγκινησιακό κλίμα του βιβλίου.
Καταφυγή στη μουσική
Η εργαλειοθήκη της απαραίτητης μέθεξης
Επισημαίνω την άδολη καταφυγή στη μουσική. Ερμηνεύοντας απλά ή βαρυσήμαντα έργα, η Λούσι αναζητεί εμμέσως πλην σαφώς ό,τι οι Ιάπωνες θα αποκαλούσαν σατόρι, δηλαδή τη φώτιση. Η Σονάτα Opus 111 του Μπετόβεν, αποσπάσματα από την «Αρμίντα» του Γκλουκ και από τον «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ, σε μεταγραφή για πιάνο, αλλά και ενδεικτικά κομμάτια των Σούμαν και Μότσαρτ επενεργούν ως αποτελεσματικά, ως ευεργετικά εφαλτήρια αυτογνωσίας. Είναι η εργαλειοθήκη της απαραίτητης μέθεξης. Η μουσική άλλωστε, κατά τον Αρθούρο Σοπενχάουερ, ανακεφαλαιώνει ό,τι ακριβώς η ουσία του σύμπαντος κόσμου κατά βάση δείχνει. Παραβάλλω και μια νεότερη συναλληλία:«Ο Αντριά άρχισε να νιώθει ότι ίσως ήταν αλήθεια, και το βιολί ήταν ένας τρόπος να συμφιλιωθεί με τη ζωή, τα μυστήρια της μοναξιάς, τη βεβαιότητα ότι τα θέλω δεν προσαρμόζονται ποτέ στην πραγματικότητα»(βλ. Ζάουμε Καμπρέ, «Confiteor», μετάφραση από τα καταλανικά Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις, 2016).
Κοντολογίς, το γεγονός ότι διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε το «Ενα δωμάτιο με θέα» ώς σήμερα, ώς τις καταχρηστικά ηλεκτρονικές αυτές ημέρες, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ξεκάθαρη νίκη της μη αλαζονευόμενης λογοτεχνίας. Ητοι αναγνώριση του τιμαλφούς σθένους της εκεί ακριβώς όπου θέλει να ακμάσει εμμανώς το φάσμα του παραπολιτισμού.
E.M. Forster
Ενα δωμάτιο με θέα
Μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη
Πρόλογος: Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 285
Τιμή: 14,40 ευρώ