Αυτή είναι μια κριτική εις τον κύβον. Κρίνει τον κριτικό Ραυτόπουλο που μας καταθέτει ένα πολυσήμαντο βιβλίο για τον ρόλο της κριτικής διά μέσου της Ιστορίας. Δύσκολη δουλειά και όχι μόνο γιατί είναι γνωστή η αμέριστη εκτίμησή μου για το έργο του συγγραφέα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος με έχει τιμήσει τα τελευταία χρόνια με τέσσερις εκτεταμένες κριτικές μελέτες για δικά μου βιβλία (κάτι εξαιρετικά σπάνιο για έναν εξαιρετικά επιλεκτικό γραφιά), όχι μόνο γιατί του έχω αφιερώσει το δικό μου τελευταίο βιβλίο Εκουατόρια, αλλά και γιατί πρόκειται για ένα ερεθιστικά ιδιότυπο έργο. Προσιδιάζει μάλλον στο δοκίμιο κατά την έννοια που είχε δώσει στο είδος ο Μονταίνιος, αλλά δεν του λείπουν οι καθαρά κριτικές ως προς συγκεκριμένα έργα σελίδες, συνεντεύξεις όπου επεξηγεί την προβληματική του και, κυρίως, ένα ιδιαίτερα πυκνό και εκτεταμένο πρώτο κεφάλαιο όπου έχουμε μια επισκόπηση της λειτουργίας της κριτικής από την κλασική Ελλάδα ώς τις μέρες μας. Ολα δε τούτα με το ένδυμα της πολεμικής, σήμα κατατεθέν του Ραυτόπουλου, που ασπάζεται προγραμματικά την αρχαιοελληνική ρητορική έριδα (λογομαχία, διακωμώδηση) ως προαγωγό της γνώσης και εν δυνάμει βελτίωση του κατατεθειμένου λόγου. Αλλωστε, ως απαρχή της κριτικής λειτουργίας προτείνει, μαζί με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τους Βατράχους του Αριστοφάνη όπου έχουμε μια διακωμώδηση του ευριπίδειου πραγματισμού υπέρ της αισχύλειας μεγαλοπραγμοσύνης (παράλληλα στηλιτεύονται η «παραλογοτεχνία» της εποχής, ο φιλολογικός λαϊκισμός και η εύκολη στιχουργική).

Η πολεμική του Ραυτόπουλου –αν τον αποκωδικοποιώ σωστά –στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις που δεν είναι διόλου άσχετες μεταξύ τους. Στο εκτεταμένο πρώτο δοκίμιο της συλλογής, αντιφώνηση κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου διδάκτορα του ΑΠΘ και που έχει ήδη εκδοθεί αυτόνομα από το περιοδικό Μανδραγόρας, κρίνεται μεταξύ άλλων ενδελεχώς η μετατόπιση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι προς τον μεταμοντερνισμό. Ο κατά Ρολάν Μπαρτ «θάνατος του συγγραφέα», η δυσφήμηση του δημιουργού και του υποκειμένου της γραφής, η απώλεια του νοήματος, η περίπου ανυπαρξία της αντικειμενικής πραγματικότητας, η θεματική εσωστρέφεια, η σχετικοποίηση της αξίας του έργου (άρα και του αξιολογικού ρόλου της κριτικής), η κατάργηση των μεγάλων θεματικών γραμμών υπέρ μιας συγχρονικής εσωστρέφειας δέχονται την κριτική του. Ο θρίαμβος της λεγόμενης «θεωρίας», δηλαδή μιας μορφής διεπιστημονικότητας δίχως όρια και χωρίς αξιώσεις διαψευσιμότητας ή επαληθευσιμότητας, αντιμετωπίζει την κατεδαφιστική ανάλυση του κριτικού Ραυτόπουλου. Μεταξύ άλλων ανεκδοτολογεί παραθέτοντας στιγμιότυπο όπου ένας συνδαιτυμόνας στρέφεται σε έναν άλλο με τα λόγια «Δόξα τω Θεώ που είστε τρομοκράτης, εγώ φοβόμουν μην είστε θεωρητικός».

Αμεση γλώσσα

Για να φτάσει ώς εκεί ο Ραυτόπουλος, έχει διεξέλθει με άνεση και κοφτή, άμεση γλώσσα όλα πρακτικά τα στάδια της λειτουργίας του κριτικού ως προνομιακού διαμεσολαβητή και ερμηνευτή του έργου, ως ενός είδους άνωθεν φυσικής επιλογής όπου τελικώς το καλύτερο (πλην ατυχήματος) θα θριαμβεύσει. Αλλά και του κριτικού ως συνδιαμορφωτή της λογοτεχνικής σκηνής, αφού με τον τρόπο του ωθεί προς νέες κατευθύνσεις, εντάσσει το έργο στο ευρύτερο κοινωνικό / πολιτισμικό του πλαίσιο, προτείνει άμεσα ή έμμεσα καινοτομίες και λειτουργεί σαν μπαμπούλας για τυχόν αστοχίες. Είναι γι’ αυτό που, απευθυνόμενος σε νεότερους κριτικούς στην έξοχη συνομιλία του με τον Μισέλ Φάις στο περιοδικό Διαβάζω, τους παροτρύνει να ασχολούνται με έργα που αξίζουν τον κόπο. Πέραν τούτων όμως, στο θετικό ισοζύγιο της κριτικής παρεισφρέει η ίδια η συγγραφική λειτουργία: οι συγγραφείς μυθοπλασίας γίνονται κάποτε κριτικοί, όχι τόσο όταν πραγματεύονται διά των ηρώων τους κάποιο έργο τέχνης όσο όταν υπερβαίνουν το παρελθόν με την κατεστημένη θεματική και μορφική του λειτουργία (την προϊστορία του είδους, θα λέγαμε) ωθώντας τη λογοτεχνία προς τα εμπρός. Αυτό το «εμπρός» δεν σημαίνει αναγκαστικά «καλύτερο» έργο, αλλά ενδεχομένως έργο προσαρμοσμένο μορφικά στην εποχή, στα επιστημονικά δεδομένα, στις νέες θεωρίες και πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως βεβαίως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι μόδες ποικίλων ιστορικών περιόδων (εδώ ο Ραυτόπουλος μας θέλει όλους –παραγωγούς, καταναλωτές και διαμεσολαβητές του γραπτού λόγου –ιδιαίτερα προσεκτικούς).

Φυσικά, συχνά η κριτική κάνει λάθος, λόγω πρωτίστως του υποκειμενισμού που ενέχει. Εξαιρετικά συχνά μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς τον εντυπωσιακό κατάλογο έργων και συγγραφέων (από τον Μποντλέρ και τον Ζολά ώς τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, οι πρόσκαιρα αποσυνάγωγοι συγκροτούν εδώ έναν εντυπωσιακό κατάλογο) που έτυχαν της σκληρής αδιαφορίας ή και λοιδορίας κριτικών και ομοτέχνων, για να αναγνωρισθούν αργότερα, ενίοτε με στροφή 180 μοιρών των ίδιων των αμείλικτων κριτών τους. Στο βιβλίο ωστόσο έχουμε μια εξαιρετικά πυκνή συμπόρευση φιλοσοφικών θεωριών και κριτικού έργου που ερμηνεύει εν πολλοίς τις… ερμηνείες (από τον Οσκαρ Ουάιλντ ώς τον Αντόρνο και από τον Ρουσό ώς τον Χάιντεγκερ).

Συντήξεις κι αποκλίσεις

Εχουμε, με άλλα λόγια, συντήξεις και αποκλίσεις, ωσμώσεις και διαχωρισμούς που άλλοτε εγκαθιδρύουν τον κριτικό ως αυτόνομο παραγωγό και άλλοτε τον τοποθετούν στο επίκεντρο του ίδιου του έργου. Εχουμε και άφθονη χολή για την κριτική προσέγγιση των έργων τους από τους θιγομένους. Ωστόσο, ο Ραυτόπουλος ασχολείται ελάχιστα με μονομέρειες, μικρότητες και συνωμοσίες και αποδίδει το λάθος της κριτικής πρωτίστως στον δογματισμό. Ως πρωτεργάτης από τη δεκαετία του ’50 της περίφημης Επιθεώρησης Τέχνης έζησε στο πετσί του την τυραννία της νομοτέλειας ή αλλιώς την άτεγκτη κομματική γραμμή που τότε υπηρετούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ακόμη και μετά τον θάνατο του Στάλιν). Και αν το ένα θύμα των εσωτερικών κομματικών δικών ήταν η ελευθερία, το άλλο ήταν η ίδια η ποιότητα της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο βρίσκει περισσότερο ασυγχώρητο ο Ραυτόπουλος, αλλά στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα μέρη του βιβλίου βρίσκεται λ.χ. η διχοτόμηση του έργου του Καβάφη από τον Τσίρκα ώστε να καταβαραθρωθεί το ερωτικό, ηδονοθηρικό, «αστικό», ιδιωτικό του έργο υπέρ του «δημοσίου» (πρόκειται για τη λεγόμενη στα φιλολογικά πράγματα «τομή του 1911»), που θα απέληγε κάποια στιγμή στην απόδοση στον Καβάφη του χρίσματος του παρεμβατικού, κοινωνιστή κ.ά. Ή, ακόμη, η ίδια η στροφή του διαγραμμένου από το κόμμα Τσίρκα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό σε μέρη της τριλογίας του αλλά κυρίως στη Χαμένη Ανοιξη. Ή η δυσφήμηση του μεγάλου αυτόχειρα Καρυωτάκη ως παρακμιακού, θανατολάγνου κ.λπ., ιδιότητες αντικείμενες στην επαναστατική γυμναστική. Ή τέλος η μη ενασχόληση της αριστερής κριτικής με τις φιλελεύθερες όψεις του Καραγάτση, ο οποίος, αν και ασχολείται στα έργα του ενδελεχώς με αμιγώς πολιτικά/οικονομικά ζητήματα (π.χ. η Επανάσταση του ’17, ο τσάρος, η ελληνική αστική τάξη, η εκβιομηχάνιση της χώρας, ακόμη και το αγροτικό ζήτημα), εντούτοις αντιμετωπίζεται από την κριτική αποκλειστικά ως αδενοπαθής συγγραφέας του βρώμικου ερωτισμού και της προτεραιότητας στον ντετερμινιστικό βιολογισμό.

Η εμμονή

Η οικουμενικότητα των αξιών του δυτικού πολιτισμού

Ο Ραυτόπουλος δεν πετάει με τα απόνερα και το μωρό. Αν και γνήσιος μοντερνιστής, αναγνωρίζει τις ποιότητες και τις αναγκαιότητες του ρεαλισμού (υπάρχει και η πεισματάρα πραγματικότητα, βρε αδελφέ), προάγει την αναγκαιότητα των μεγάλων θεματικών αξόνων, διεξέρχεται με επιμέλεια (αν και εξ ανάγκης αποσπασματικά) όλες πρακτικά τις θεωρίες προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου, δέχεται ότι οι νέες θεωρητικές προσεγγίσεις προσέφεραν πολλά «στην κωδικοποίηση του κόσμου» όπου στοχεύει το καλό λογοτεχνικό έργο, πριν ακόμα γίνουν δόγμα και μόδα. Η εμμονή του ωστόσο είναι η πρόοδος, η προσαρμογή, η οικουμενικότητα των αξιών του δυτικού πολιτισμού και βεβαίως της λογοτεχνίας. Αποτίνει φόρο τιμής σε παραγνωρισμένους στις μέρες μας δημιουργούς όπως ο Λασκαράτος τοποθετώντας τους στο ιστορικό τους πλαίσιο, σε νεότερες δημιουργικές φιλολογικές εργασίες (Αμπατζοπούλου, Καστρινάκη) αλλά και σε συστηματικούς εργάτες της φιλολογικής έρευνας όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου (σε δυο μάλιστα κεφάλαια), χωρίς πάντως να χαρίζει κάστανα πουθενά. Το βιβλίο θέλει προσεκτική μελέτη, αναδρομές, ξαναδιάβασμα, προκειμένου να αποκαλύψει τον εαυτό του. Το μόνο λάθος του κριτικού Ραυτόπουλου είναι πως ξεκινά πάντα να γράφει με την υπόθεση εργασίας ότι οι συνομιλητές του είναι με την παραδοσιακή έννοια του όρου μορφωμένοι, επειδή απλούστατα αυτό δηλώνουν. Αμφιβάλλω από τη μεριά μου αν μια χώρα που δεν κατασκευάζει ούτε τα μανταλάκια που καταναλώνει είναι σε θέση να παίζει στα δάχτυλα τον Ντεριντά. Απλώς, ως καλός ευπατρίδης ο Ραυτόπουλος δέχεται αξιωματικά την ενημέρωση / γνώση του κρινομένου, του συνομιλητή, του αναγνώστη και αρχίζει αμέσως μετά τη δημιουργική έριδα που λέγαμε και στην αρχή. Ετσι κι αλλιώς, οι ανταμοιβές είναι πολλαπλές για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

Δημήτρης Ραυτόπουλος

Κριτική

της κριτικής

Εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 341

Τιμή: 14 ευρώ