Είναι τόσο απολαυστικό το μυθιστόρημα της Νίκης Μαραγκού «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;» (τον προσεχή Φεβρουάριο συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατό της σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Αίγυπτο), ώστε δεν θα διανοούνταν κανείς να διατυπώσει ακόμη και την ελαχιστότερη αντίρρηση, αν δεν χρειαζόταν ν’ αντιμετωπίσει το βιβλίο «κριτικά». Εστω κι αν ο θάνατος και μάλιστα ο τόσο δραματικός, δίνει μια προοπτική στο έργο ενός συγγραφέα διαφορετική σε σχέση με κείνη που διατηρούσε όσο ζούσε ο ίδιος, η Νίκη Μαραγκού υπήρξε τόσο επαγγελματίας ως γραφιάς –όπως και σε οτιδήποτε άλλο έκανε –ώστε η αποσιώπηση των «μεμπτών» σημείων ενός βιβλίου της θα την αδικούσε. Ακόμη και τώρα που η «αδυναμία» να διορθωθεί οτιδήποτε δίνει στα πράγματα έναν αμετάκλητα τελεσίδικο χαρακτήρα.
Αν επιμένουμε μαζί με τα χαρίσματά του στα μεμπτά σημεία του «Πάνθηρα», είναι γιατί συνδέονται με ειδικότερα θέματα της λογοτεχνίας ώστε ο δημιουργός που τα προκαλεί με τις «ατέλειες» του βιβλίου του, να πιστώνεται τιμητικά μια ανακίνηση που διαφορετικά δεν θα είχε υπάρξει. Οπως η ίδια άλλωστε η Μαραγκού ομολογεί στο πρωτοπρόσωπο γραμμένο οπισθόφυλλο του βιβλίου της «Κάποιες από τις ιστορίες στο βιβλίο αυτό μου τις διηγήθηκε ο Ευάγγελος Λουίζος. Ο Λουίζος ήταν ένας αληθινός κοσμοπολίτης που συνδέθηκε στα νιάτα του με την ομάδα Κατσίμπαλη, Καραντώνη, Ελύτη, Αντωνίου κ.ά. Στο σπίτι του στην Αμμόχωστο φιλοξένησε τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Ενα μεγάλο μέρος της αγάπης του Σεφέρη για την Κύπρο ανήκει στο “μάστρο”, όπως αποκαλούσε ο Σεφέρης τον Λουίζο». Για να συνεχίσει η ίδια η Μαραγκού, στο οπισθόφυλλό της πάντα, γράφοντας «Οταν όμως ξεκίνησα να γράφω, τα πρόσωπα στο βιβλίο πήραν τους δικούς τους δρόμους, η φαντασία μπλέχτηκε με τις αληθινές ιστορίες της Αμμοχώστου, με τις δικές μου αναμνήσεις της εποχής και βγήκε τελικά ένα άλλο κείμενο, που δεν είναι πια η ιστορία του Ευάγγελου (Λουίζου) αλλά η μυθιστορία μιας εποχής και μιας πόλης».
Κατά πόσο είναι ένα άλλο κείμενο, όπως διατείνεται η Μαραγκού, μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, καθώς μια πολύ χαρακτηριστική λεπτομέρεια της ζωής του Ευάγγελου Λουίζου, όπως μας γίνεται γνωστή χάρη σε μια σημείωση της ίδιας της συγγραφέως στις τελευταίες σελίδες του «Πάνθηρα», ότι ο πατέρας του Λούης Λουίζος που υπήρξε δήμαρχος Αμμοχώστου «είχε πολεμήσει στην Κρήτη υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο», με τις ίδιες ακριβώς λέξεις περιγράφεται πως έκανε ο πατέρας του Στέφανου Φραγκούδη, του ήρωα του μυθιστορήματος «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;». Με τον ίδιο τον Ευάγγελο Λουίζο που κατά τη σημείωση της Μαραγκού «υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού», να συνιστά, αν μη τι άλλο, το alter ego του Στέφανου Φραγκούδη αφού, σύμφωνα με το μυθιστόρημα «είχε καταταγεί εθελοντικά και πολέμησε στον πόλεμο του ’40». Οταν μια μυθοπλασία δεν φαίνεται να τη σκιάζουν υπόνοιες όσον αφορά μια πραγματικότητα που αν και με επιμέλεια μεταμφιεσμένη υποδύεται μια οργιαστική συχνά φαντασία, τόσο πιο αληθοφανή και πειστικά γίνονται τα εξιστορούμενα περιστατικά καθώς πρόκειται για μια σύνθεση που τα έχει υπαγορεύσει και όχι μια πραγματικότητα που ατόφια αποδιδόμενη είναι πάντα αποσπασματική και άτσαλη. Διαφορετικά συμβαίνει κάτι το εξαιρετικά ανακόλουθο: Με το να ανατρέχουμε διαρκώς σε μια πραγματικότητα που υποθέτουμε πως υπήρξε σε σχέση με καθετί που διαβάζουμε, τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα με το ευκόλως προσδιορισμένο πρότυπό τους, να υποχωρούν όσον αφορά το αναγνωστικό ενδιαφέρον και να αναδεικνύονται ως κυριαρχικές μορφές που όσο κι αν προσπαθούσαμε θα ήταν αδύνατο να τις εντοπίσουμε, ενώ στο βιβλίο διατηρούν έναν διαβατικό χαρακτήρα.
Οπως συμβαίνει με τον τελευταίο άγγλο διοικητή της Αμμοχώστου, που δεν επέτρεπε στην επαρχία του να γίνονται τα βασανιστήρια που γίνονταν σε άλλες επαρχίες, ή ακόμη με τον θεότρελο Ισπανό Don Domingo Badia – y – Leblich που είχε γεννηθεί στη Βαρκελώνη το 1767, είχε ταξιδέψει ανάμεσα στα 1803 και 1807 στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στην Κύπρο κι έλεγε πως είναι γιος του μπέη του Χαλεπιού, απόγονος του προφήτη και Αβασίδης πρίγκιπας. Μ’ αποτέλεσμα να λογαριάζεται κάτι περισσότερο από αναμενόμενο αντί για τον Στέφανο Φραγκούδη, που ως Ευάγγελος Λουίζος, κατά κόσμον, είχε ασχοληθεί με κυπρολογικές μελέτες και είχε ιδρύσει στην Αμμόχωστο το 1966, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο Les editions L’ Οiseau, να μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο, ως μυθιστορηματικό πρόσωπο, ο Πίτερ, παλιός ναυτικός που εγκατέλειψε τη θάλασσα κι έγινε βιβλιοδέτης, και είχε δέσει βιβλίο ακόμη και με ανθρώπινο δέρμα. Ακόμη και η περίφημη Ζωζώ Νταλμάς που έχει επιβιώσει ως μύθος χάρη στη σχέση της με τον Κεμάλ Ατατούρκ και σχεδόν καθόλου για τις καλλιτεχνικές της επιδόσεις, η παρουσία της να μας γίνεται πιο αξιοθύμητη γιατί τη γνώριζε ο διευθυντής του ξενοδοχείου Tokatlian στην οδό Beyoglu στην Κωνσταντινούπολη παρά για την όποια επαφή της με τον Λουίζο – Φραγκούδη.
Η Νίκη Μαραγκού θα πίστευε ασφαλώς πως είχε γράψει ένα ερωτικό μυθιστόρημα, αναμφισβήτητα όμως ο «Πάνθηρας» είναι περισσότερο η ατμόσφαιρα μιας πόλης και μιας εποχής. Γι’ αυτό άλλωστε και πρόσωπα φαινομενικώς διακοσμητικά όπως η θεία Ερμα, ο σύζυγός της Αντωνάκης, ο γιατρός και ποιητής Φάνος, ο φίλος του Στέφανου Αθανάσιος και η σχέση του μ’ έναν αράπη, η μοδίστρα Ευτυχία και η μητέρα της Ευρυδίκη, η κυρά του μπορντέλου Ευαγγελία του Κοκού κι ο αδελφός της, ο ομοφυλόφιλος Γαστόν, αν και πινελιές, έστω κι αν δεν εξελίσσονται σε ψηφίδες, μιας τοιχογραφίας, υπαινίσσονται πολύ περισσότερα με τις λίγες αράδες που τους αφιερώνει η συγγραφέας. Και αντί ο έρωτας του Στέφανου με τη Βέρα που είναι υποτίθεται το κυρίαρχο μοτίβο του «Πάνθηρα» να δίνει μια θέση σε όλα αυτά τα πρόσωπα, να είναι αυτά ακριβώς τα πρόσωπα –δεν εννοούμε ανάμεσά τους τον Κατσίμπαλη, τον ποιητή Νίκο Καββαδία ή τον ζωγράφο Γεώργιο Γεωργίου –που κάνουν αξιομνημόνευτο έναν έρωτα, ακριβώς επειδή τα προϋποθέτει ως προέκτασή του. Ή απλά γιατί ο έρωτας του Στέφανου με τη Βέρα από μόνος του δεν συνιστά κάτι το ξεχωριστό.
Οι ανακολουθίες
που φέρνουν τη γοητεία
Αναρωτιέται όμως κανείς μήπως τελικά είναι οι ανακολουθίες του που κάνουν τον «Πάνθηρα» ένα τόσο γοητευτικό μυθιστόρημα καθώς ένας σαφέστατα υιοθετημένος από τη Νίκη Μαραγκού, ως στοιχείο μαγείας, κοσμοπολιτισμός της Κύπρου και ιδιαίτερα της Αμμοχώστου, των δεκαετιών του ’30 και του ’40 μοιάζει σήμερα εντελώς ξεθυμασμένος. Κάτι περισσότερο ακόμη, ένας κοσμοπολιτισμός επαρχιακής υφής, σχεδόν «οικογενειακού» χαρακτήρα καθώς το καθετί αντί να απηχεί μια ευρύτητα οριζόντων, το αισθάνεσαι να έχει ενδιαφέρον ως κουτσομπολιό και ξεσυνέρια ανάμεσα σε ανθρώπους που ακόμη κι όταν αμαρτάνουν, δεν αποπνέουν το μέγεθος ενός πρωταγωνιστή αλλά τη μελαγχολία ενός κομπάρσου. Σαφώς την ώρα που λεγόταν ή διαπράττονταν το καθετί είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα η κουβέντα του Στέφανου στη Βέρα, τη γυναίκα του, «την Πέμπτη θα πάμε να σου αγοράσω ένα δικό σου γατί. Η Μίκα (σημ. σιαμέζα γάτα) είναι δική μου κι ο καθένας πρέπει να έχει το ζώο του». ‘Η το γεγονός ότι ζωγράφιζε (ο Στέφανος) και υπέγραφε τις ακουαρέλες του με το όνομα John Strange ώστε να μην πληροφορηθεί ποτέ κανείς την επίδοσή του αυτή. Με το να στερείται όμως ο Στέφανος Φραγκούδης (ή μήπως ο Ευάγγελος Λουίζος;) τη στόφα ενός πραγματικού λογοτεχνικού ήρωα, όλα αυτά μοιάζουν με τις παραξενιές ενός κανονικού ανθρώπου, που δεν τον μεταβάλλει σε κοσμοπολίτη το γεγονός ότι καταφεύγει στη Μονή Κύκκου, με τη βοήθεια του ηγουμένου της, προκειμένου να στεγάσει τον έρωτά του με μια βελγίδα, την Ιρμα, φιλενάδα ενός τραπεζίτη στη Λευκωσία που απειλεί να σκοτώσει τον Στέφανο.
Νίκη Μαραγκού
Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 160
Τιμή: 9,54 ευρώ