Μεγάλος ή μικρός διασκελισμός; Το ερώτημα αυτό είναι ένα από τα πρώτα διλήμματα που βασανίζουν τους δρομείς όταν βγαίνουν για προπόνηση στην προσπάθεια να βελτιώσουν την επίδοσή τους αργότερα στους αγώνες. Τώρα όμως μπορούν να το ξεχάσουν και να χαλαρώσουν! Αιτία, μια νέα έρευνα που έδειξε πως τόσο οι έμπειροι όσο και οι αρχάριοι δρομείς τείνουν να ακολουθούν τον βηματισμό που είναι ο καλύτερος γι’ αυτούς, εντελώς αυθόρμητα. Παράλληλα, το να προσπαθούν να επέμβουν στον διασκελισμό τους, δεν βοηθάει καθόλου την κίνησή τους και τελικά μπορεί να κάνει το τρέξιμο πολύ πιο δύσκολο.

Ως είδος οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να τρέχουν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Εκτός κι αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όλοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα ως μωρά κι έκτοτε συνεχίζουν να αναπτύσσουν την ικανότητα της κίνησης. Είτε τρέχοντας πίσω από το έτερόν τους ήμισυ, είτε ακόμα κι από ένα λεωφορείο που προσπερνά ή συμμετέχοντας σε Μαραθώνιο. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές φάσεις, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν, επιλέγουν τον καλύτερο διασκελισμό και κάνουν τα πιο κατάλληλα βήματα. Αυτό πιστοποιούν τα ευρήματα της έρευνας επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ της Γιούτα που δημοσιεύθηκαν τον Μάιο στη Διεθνή Επιθεώρηση Επιστήμης της Ασκησης (www.digitalcommons.wku.edu/ijes).

Οι ειδικοί, αναφέρουν οι «New York Times», χρησιμοποίησαν στις μελέτες τους 19 έμπειρους δρομείς που συμμετείχαν σε αγώνες, ανάμεσά τους και 10 μέλη της ελίτ ομάδας ανώμαλου δρόμου του πανεπιστημίου. Παράλληλα ζήτησαν τη βοήθεια άλλων 14 εθελοντών που έκαναν σπορ όπως η ποδηλασία και η κολύμβηση. Ολοι τους ήταν σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, αλλά κανένας από αυτούς δεν είχε ασχοληθεί σε τακτική βάση με το τρέξιμο τα προηγούμενα δύο χρόνια.

Στην πρώτη φάση της έρευνας έβαλαν όλους τους συμμετέχοντες να τρέξουν στον διάδρομο του εργαστηρίου σε οποιαδήποτε ταχύτητα ένιωθαν άνετα. Για τους πιο έμπειρους δρομείς αυτή ήταν η συνηθισμένη ταχύτητα προπόνησής τους. Για τους αρχάριους, το ζητούμενο ήταν ο γρηγορότερος ρυθμός στον οποίο θα μπορούσαν να τρέξουν για τουλάχιστον 20 λεπτά. Οσο ίδρωναν πάνω στα μηχανήματα οι εθελοντές, οι ερευνητές μετρούσαν τα βήματά τους χειροκίνητα, επιβεβαιώνοντας αργότερα τον ακριβή αριθμό μέσω βίντεο. Αργότερα, καθόριζαν το μήκος κάθε βήματος ενώ έτρεχαν στην κατάλληλη ταχύτητα.

Τη δεύτερη ημέρα στο εργαστήριο μοίρασαν ειδικές μάσκες προκειμένου να μετρήσουν την πρόσληψη οξυγόνου και να υπολογίσουν τη διαχείρισή του κατά το τρέξιμο. Για να είναι ακριβείς στα συμπεράσματά τους, ζήτησαν από τους εθελοντές να κινηθούν στην ίδια ταχύτητα και τον ίδιο διασκελισμό που είχαν αρχικά επιλέξει ως πιο βολικά γι’ αυτούς. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν έναν μετρονόμο ώστε να αλλάξουν έμμεσα το μήκος του διασκελισμού τους, μιας και τους σύστησαν να ακολουθούν τον ρυθμό του μουσικού οργάνου και να πατάει το πέλμα τους το έδαφος τη στιγμή που ακούγεται ο ήχος του μετρονόμου. Η ταχύτητα του διαδρόμου έμεινε σταθερή, αλλά οι επιστήμονες άλλαζαν το τέμπο του οργάνου αυξάνοντας ή μειώνοντάς το αρχικά κατά 8% και στο τέλος κατά 16%.

Για να κρατούν τον ρυθμό, οι δρομείς έπρεπε να μικρύνουν ή ν’ ανοίξουν κατά περίπτωση το βήμα τους. Οι ερευνητές τους ζήτησαν να κρατήσουν αυτή την κίνηση για δύο λεπτά, ενώ εξέταζαν τις αναπνοές τους. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με τους ερευνητές να μελετούν όλα τα δεδομένα με σκοπό να εξακριβώσουν πώς επηρεάστηκε ο τρόπος που διαχειρίζονταν το οξυγόνο που εισέπνεαν. Παρατήρησαν πως όταν οι δρομείς τροποποιούσαν τον βηματισμό τους, η διαχείριση του οξυγόνου γενικά ήταν προβληματική κι ως εκ τούτου το τρέξιμο γινόταν πιο δύσκολο. Η συνθήκη αυτή ίσχυε τόσο για τους επαγγελματίες όσο και για τους ερασιτέχνες δρομείς. Παρά την έλλειψη γνώσεων στο άθλημα, οι αρχάριοι δρομείς επέλεξαν τον πραγματικά βολικό ρυθμό γι’ αυτούς και τον αντίστοιχο βηματισμό στην αρχή της έρευνας. Η μεταβολή του διασκελισμού τους δεν τους βοήθησε και έβαλε εμπόδια στην αποτελεσματική διαχείριση του οξυγόνου.

Συμπεράσματα

«Είναι κάτι που έχουμε μέσα μας»

Ολα τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι «τα σώματά μας πραγματικά ξέρουν τι κάνουν» όταν πρέπει να δημιουργήσουν τις καταλληλότερες γι’ αυτά συνθήκες τρεξίματος, ακόμα και χωρίς να τα έχει διδάξει κάποιος τον τρόπο, υποστηρίζει ο επικεφαλής της έρευνας Ιεν Χάντερ, καθηγητής Επιστήμης της Ασκησης στο Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ της Γιούτα και μέλος του προπονητικού τιμ της αμερικανικής Εθνικής Ομάδας Στίβου. Αναγνωρίζοντας πως το δείγμα της έρευνας δεν ήταν μεγάλο, καταλήγει πως το γενικότερο μήνυμα που μπορεί να πάρει κάποιος από όλα αυτά είναι ενθαρρυντικό. «Για τους περισσότερους από εμάς που τρέχουμε, ο πιο αποτελεσματικός διασκελισμός δεν είναι κάτι που πρέπει να μάθουμε από προπονητές ή άλλους ειδικούς. Είναι κάτι που έχουμε μέσα σας» επισημαίνει χαρακτηριστικά.