«“Πώς θα ‘θελα να έχω ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά…”, έτσι δεν τραγουδούσε η Μελίνα; Εμάς λοιπόν το ένα μάς έφτανε –έχουμε εξάλλου και τον γιο μου από τον πρώτο γάμο μου, ο οποίος μένει τα Σαββατοκύριακα μαζί μας. Ελα όμως που παραμένουμε ερωτευμένοι! Και, όπως γνωρίζεις, μια στιγμή πάθους αρκεί. Κάνα μήνα αργότερα, έκανε η Κατερίνα τεστ εγκυμοσύνης. Βγήκε θετικό. Να σου πω ότι δεν χαρήκαμε; Κατουρηθήκαμε επάνω μας –μάλιστα εγώ δεν συγκρατήθηκα, το ανακοίνωσα την επομένη κιόλας και στην κόρη μας πως θα αποκτήσει αδελφάκι. Προχθές, στο πρώτο υπερηχογράφημα, μας ήρθε ο ταμπλάς. Δίδυμη κύηση!»
Ο φίλος μου, ψύχραιμος γενικά, τελούσε σε συναισθηματική σύγχυση. Από τη μία, γελούσαν και τα αφτιά του. Από την άλλη, κρατούσε ένα νοερό τεφτέρι, μετρούσε και ξαναμετρούσε τις ανάγκες τής πολυμελούς του –οσονούπω –οικογένειας. «Πρέπει να μετακομίσουμε…», διαπίστωνε, «να αγοράσουμε μεγαλύτερο αυτοκίνητο… Θα πιάσω σίγουρα και δεύτερη δουλειά… Να παραδίδω, λες, ιδιαίτερα; Ή να αναζητήσω καμιάν άκρη στα μπουζούκια;». «Με συγχωρείς, σολίστ της κλασικής κιθάρας δεν είσαι;». «Μωρέ, και ντέφι παίζω για το μεροκάματο!».
Οσο κι αν αγαπάτε τα παιδιά, ακόμα και αν αντιλαμβάνεσθε τη διαιώνιση του είδους ως σκοπό της ζωής σας, ομολογήστε το: στη θέση του φίλου μου θα σας είχε λούσει και εσάς κρύος ιδρώτας. Η κοινωνία μας κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει την τεκνοποιία. Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί –παρά τις άοκνες συχνά προσπάθειες των εργαζομένων –λειτουργούν πλημμελώς. Τα σχολεία επίσης. Οι πόλεις, με τα στενά τους πεζοδρόμια και με τα λιγοστά τους πάρκα, είναι εχθρικές προς τη βόλτα και το παιχνίδι. Η κρατική υποστήριξη θυμίζει συνήθως χαρτζιλίκι σπαγκοραμμένου θείου, όσο για την αντιμετώπιση των άλλων απέναντι στις πολυμελείς οικογένειες, κινείται κατά κανόνα ανάμεσα στον οίκτο και στην αποδοκιμασία. «Πού πας με ένα τσούρμο κουτσούβελα, μαντάμ;» σου λένε με το βλέμμα οι λουόμενοι στις παραλίες και οι θαμώνες των εστιατορίων, σάμπως να όφειλες να τα κρατάς κλεισμένα σπίτι –τους ενοχλούν γαρ οι φωνές τους, ενώ τα ποπ-σκυλάδικα απ’ τα μεγάφωνα των μπιτς μπαρ ευφραίνουν τα αφτιά τους…
των Ελλήνων τη χαριστική βολή. Τα τελευταία χρόνια,
οι γεννήσεις στη χώρα μας υπολείπονται των θανάτων.
«Για να σπέρνεις παιδιά πρέπει να είσαι είτε πολύ πλούσιος είτε πολύ φτωχός» αποφαίνονται κάποιοι, συνδυάζοντας τον κυνισμό με την ασχετοσύνη. «Στην πρώτη περίπτωση θα προσλάβεις προσωπικό. Στη δεύτερη τι είχες, τι έχασες; Θα μεγαλώσει το ένα το άλλο…». Κανένα παιδί, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να αναπτυχθεί σαν το αγριολούλουδο, με τους γεννήτορές του να του παρέχουν μονάχα φαΐ και νερό. Κανείς γονιός –δεν πάει να φουσκώνει το πορτοφόλι του –δεν νοείται να πασάρει τα σπλάγχνα του σε ξένους, όσο εξειδικευμένοι, όσο επί χρήμασι στοργικοί κι αν είναι εκείνοι. Το κλάμα του παιδιού σου αποτελεί τον απόλυτο συναγερμό. Το γέλιο του την υπέρτατη για σένα χαρά. Η εντολή είναι αρχέγονη και βαθιά χαραγμένη: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε».
Γιατί λοιπόν, στις μέρες μας, με δυσκολία αποφασίζουμε να φέρουμε στον κόσμο έστω κι ένα;
Τη βασική ευθύνη –κατά τη γνώμη μου –δεν την έχει η οικονομική κρίση. Ούτε βεβαίως η τρυφηλότης των σημερινών ανθρώπων, την οποία κατακεραυνώνουν άτεκνοι ιεροκήρυκες, συγκρίνοντάς μας με τους σκληροτράχηλους προγόνους μας. Το ίδιο το σχήμα της πυρηνικής οικογένειας είναι, πιστεύω, αποτυχημένο και οιονεί στείρο. Η αντίληψη που έχει –πρόσφατα σχετικά –κυριαρχήσει, ότι δύο άνθρωποι, εφόσον αποφασίσουν να συμπορευτούν στη ζωή, πρέπει να φτιάξουν τη δική τους εστία και να μεγαλώσουν μόνοι τους τα παιδιά τους.
Παλιότερα οι οικογένειες αποτελούσαν ευρύτερα, ανοιχτά σχήματα. Χωρούσαν κάτω από την ίδια στέγη γιαγιάδες και παππούδες, η διαρκώς ερωτοχτυπημένη θεία και ο μεγάλος ξάδερφος που ετοιμαζόταν για φαντάρος. Συμβίωναν, τα χνώτα τους ανακατεύονταν, το τραπέζι στρωνόταν απαρεγκλίτως μεσημέρι – βράδυ, μα απ’ το τσουκάλι τσίμπαγε στα κλεφτά πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Η ευθύνη της ανατροφής των παιδιών έπεφτε σε πολλούς ώμους. Τα ίδια τα παιδιά μάθαιναν τη ζωή από ποικίλες οπτικές γωνίες, μέσα από διαφορετικές και συγκρουόμενες συχνά αφηγήσεις.
Δεν εξιδανικεύω, δεν υποτιμώ δυσλειτουργίες και παρενέργειες, δεν τρέφω την ψευδαίσθηση πως τρεις γενιές υπό την ίδια στέγη παράγουν αυτομάτως την ατμόσφαιρα της «Λωξάντρας» ή του «Τρελαντώνη». Ξέρω ωστόσο πως η καταπίεση και η συναισθηματική αποξένωση φύονται εξίσου σε μεγάλα σπίτια όσο και σε τριάρια διαμερίσματα, με μια κρεβατοκάμαρα για τους γονείς και μια για τα βλαστάρια τους. Ξέρω επίσης ότι οι πιο ισορροπημένοι άνθρωποι που έχω συναντήσει ευτύχησαν να έχουν μια γιαγιά διαρκώς παρούσα και έναν παππού που τους μετέδιδε –με ιστορίες και με παραμύθια –την εμπεδωμένη πείρα τους.
Ακράδαντη πεποίθησή μου είναι ότι για να μεγαλώσουν καλά τα παιδιά δεν αρκεί το ζευγάρι. Χρειάζεται η κοινότητα. Και αν –όπως λένε –οι παρέες είναι οι οικογένειες του μέλλοντος, ας αναλάβουμε το απαιτητικότερο βάρος και τη μεγαλύτερη χαρά όλοι μαζί. Παρέα.