…Καθόμασταν στο διπλανό θρανίο και δεν περνούσαμε καλά. Καθόλου καλά, κι ας επέμενε το αλφαβητάρι να μας βγάζει ψεύτες. Στις σελίδες του οι μικροί μαθητές ήταν εκστασιασμένοι που άνοιγε το σχολείο. Σ’ έναν εικονογραφημένο τους Παράδεισο παρήλαυναν βουκολικά τοπία με ποδίτσες, κοτσιδάκια και χαρούλες.
Στις εκθέσεις του Δημοτικού υπήρχε αυστηρή ντιρεκτίβα: τι χαρά, θα πάω στο αγαπημένο μου σχολείο, να ξαναδώ τους αγαπημένους μου φίλους, τους αγαπημένους μου δασκάλους και τον αγαπημένο μου κυρ Ηλία. Τον επιστάτη που, με κάθε χτύπημα του κουδουνιού, μέτραγε αντίστροφα τα συντάξιμα που πλησιάζουν.
Τέτοιες αηδίες γράφαμε για να πάρουμε βαθμό της προκοπής. Αηδίες και παπαγαλίες κάθε χρόνο: χαρά κι αγαλλίαση, δίψα για γνώση, φρόνημα υψηλόν κι ακμαίον ηθικόν. Ενα ζωτικό ψεύδος τεράστιο σαν ροζ τσιχλόφουσκα έσκαγε στα μούτρα μας κι εμείς κάναμε πως δεν το βλέπαμε.
Θυμάμαι το άγχος μου κάθε χρόνο παραμονές σχολικής χρονιάς. Κι ας μην είχα υποστεί μεγάλα ζόρια από δασκάλους ή μπούλινγκ από συμμαθητές: ήμουν ένα συνηθισμένο κοριτσάκι χωρίς τα διακριτά εκείνα στοιχεία που θυματοποιούν ορισμένα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο δεν ήθελα τη ζωή μου, αλλά ένιωθα κι απροσάρμοστο τελείως, ακριβώς επειδή δεν ήθελα τη ζωή μου: βλέπετε, η «προσχολική κατάθλιψη» ήταν το καλύτερα κρυμμένο μυστικό της χώρας. Κι η ροζ τσιχλόφουσκα αποδεικνυόταν πάντα πιο δυνατή από μας. Και μας νικούσε. Και δώσ’ του να περιλούζουν τα παιδιά με στερεότυπα:
«Μη βλέπεις τώρα, όταν μεγαλώσεις θα τα θυμάσαι όλα αυτά με νοσταλγία».
Δεν ξέρω ποιοι τα θυμούνται όλα αυτά με νοσταλγία, αλλά δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσά τους. Οχι γιατί συνέβη ποτέ κάτι τρομερό, φοβερό ή εξόχως τραυματικό. Η χειρότερή μου ανάμνηση ήταν η ψυχή στο στόμα μη με σηκώσουν στον πίνακα και δεν ξέρω μάθημα. Εκείνη η στιγμή που η δασκάλα διάβαζε τον κατάλογο αλφαβητικά, κι ήμουν και πρώτη πανάθεμά με, δεν ξεχνιέται με τίποτα (μέχρι που ήρθε στην Α’ Δημοτικού ο Βασίλης Αβραμόπουλος κι ηρέμησαν τα νεύρα μου).
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που επιμένουν να θεωρούν τη ροζ τσιχλόφουσκα ένα τέλειο υλικό συσκευασίας για τα παιδικά τους χρόνια. Οτε που το ξύλο αντιμετωπιζόταν ως εκπαιδευτική πρακτική. Οι τιμωρίες κι ο εξευτελισμός του παιδιού ήταν απολύτως αποδεκτές μέθοδοι σωφρονισμού. Και φυσικά τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ήταν κακοί μαθητές. Στούρνοι. Τεμπέληδες. Ηλίθιοι. Γομάρια όρθια που το μόνο που τους αξίζει είναι η διαπόμπευση. Η ανελέητη διαπόμπευση μέχρι το τέλος: του παιδιού.
Τα σχολεία άνοιξαν και φέτος. Τσάτρα πάτρα, αλλά άνοιξαν. Απελπισμένοι γονείς κι εξαντλημένοι εκπαιδευτικοί καλούνται να κάνουν –τι αλήθεια; Να στηρίξουν τα παιδιά; Να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους; Να πλάσουν την ψυχή τους; Να ενθαρρύνουν τις δεξιότητές τους, να συνεργαστούν στη διάπλαση του χαρακτήρα τους; Τι; Τι να κάνουν και με ποια μέσα να το κάνουν; Σε παγωμένες αίθουσες κι ερειπωμένα κτίρια; Στα συντρίμμια μιας Εκπαίδευσης χωρίς βιβλία, χωρίς δασκάλους, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ελπίδα;
Και μετά έχουμε κι απαιτήσεις από τους μαθητές. Να μας φέρουν κολλαριστούς ελέγχους με τρελές βαθμολογίες για να καμαρώνουμε στην Πίτσα του προπατζή και να κορνιζώνουμε τα απολυτήρια.
Το σπλάτερ της όλης φάσης είναι πως ουσιαστικά κανείς δεν φταίει. Οι συνθήκες της είναι τέτοιες που οδηγούν γονείς κι εκπαιδευτικούς στην απόγνωση. Το θέμα είναι να μην ξεσπάνε στο παιδί, επειδή δεν μπορούν να ξεσπάσουν στον εργοδότη. Αυτό είναι το θέμα. Και το έγκλημα.
Τι χρειάζεται; Ψυχραιμία, κατανόηση, χώρος στις ανάγκες του άλλου. Οσοι γίνεται κι όσο αντέχουμε. Η χρονιά που ξεκινάει δεν μπορεί να γίνει καλή. Μπορεί όμως να γίνει λίγο καλύτερη. Για τους γονείς. Για τους δασκάλους.
Και πάνω απ’ όλα για τα παιδιά.