Μπορεί να δει κανείς την επίσκεψη Μακρόν όπως θα την έβλεπαν οι σημερινοί κυβερνώντες αν ήταν στην αντιπολίτευση. Ενας νεοφιλελεύθερος πρόεδρος και πρώην τραπεζίτης που επιτίθεται ήδη στους εργαζομένους της χώρας του ήρθε στην Ελλάδα δήθεν για να τη στηρίξει, στην πραγματικότητα όμως για να της πουλήσει όπλα και να λεηλατήσει τον ενεργειακό της πλούτο. Δεν είναι τυχαίο ότι τις ίδιες ημέρες βρισκόταν στην Αθήνα και ο γάλλος πρόεδρος του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων. Η πλουτοκρατία της Ευρώπης προσπαθεί να απομυζήσει αυτή τη χώρα, αλλά η αντίσταση των λαών δεν θα το επιτρέψει.
Μπορεί επίσης να δει κανείς το γεγονός από επικοινωνιακή σκοπιά: οι αγκαλιές του γάλλου προέδρου και του έλληνα Πρωθυπουργού στην Πνύκα, οι δηλώσεις του πρώτου για τον ρόλο του ΔΝΤ ή το ελληνικό χρέος, τα άρθρα μεγάλου μέρους του ξένου Τύπου, δίνουν στην κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία να διαλαλήσει ότι μαζί με την επιστροφή στην ανάπτυξη έρχεται και η διεθνής αναγνώριση των κόπων και των θυσιών του ελληνικού λαού. Το κάλεσμα προς τους Γάλλους να επενδύσουν στην Ελλάδα ακούγεται ασφαλώς αστείο από τα χείλη ενός ανθρώπου που μέχρι πρόσφατα θεωρούσε τις επενδύσεις μια βρώμικη, ή πάντως ύποπτη λέξη. Επικοινωνιακά, πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βγαίνει κερδισμένη από την επίσκεψη ενός πολιτικού τον οποίο δυσκολεύτηκε τόσο πολύ να υποστηρίξει στην προεκλογική του εκστρατεία.
Υπάρχει όμως και η ουσία. Και αυτή είναι ότι ο Εμανουέλ Μακρόν, ένας λάτρης των συμβόλων που παίζει στα δάχτυλα την ιστορία και τη φιλοσοφία, διάλεξε το «λίκνο της δημοκρατίας», γνωστό και ως αδύνατο κρίκο της ευρωζώνης, για να παρουσιάσει το σχέδιό του για τη δημοκρατική «επανίδρυση» της Ευρώπης. Ανακατεύοντας Περικλή, Χέγκελ και Σεφέρη, και χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις όπως ότι «η ήττα της Ευρώπης είναι και ήττα της δημοκρατίας», εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η Ευρώπη ζει έναν οιονεί «εμφύλιο πόλεμο» και πρότεινε την οργάνωση δημοκρατικών συνελεύσεων στο πλαίσιο των οποίων οι ευρωπαϊκοί λαοί θα συζητούν γύρω από τις μεγάλες αρχές που θα προτείνουν οι κυβερνήσεις.
Αν όλα αυτά ενθουσίασαν τους οικοδεσπότες του, που πιστεύουν ότι τα δημοψηφίσματα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφασίζεται (και μετά να ανατρέπεται) η οικονομική πολιτική μιας κυβέρνησης ή ο χαρακτήρας ενός δημόσιου αγαθού όπως το νερό, οι πραγματικές προτάσεις του Μακρόν δεν ανακοινώθηκαν στην Αθήνα. Και δεν μπορούσε να ανακοινωθούν, γιατί θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις γερμανικές εκλογές. Το Βερολίνο σίγουρα δεν θα έχει καμιά αντίρρηση για τις «συνελεύσεις» αν γνωρίζει ότι τις τελικές αποφάσεις θα τις παίρνει εκείνο, σε συνεργασία μ’ έναν στενό πυρήνα χωρών που εφαρμόζουν μεταρρυθμίσεις.
Χρήσιμα λοιπόν τα σύμβολα, πολύτιμες οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη, συγκινητικό και το να ακούς τον Μακρόν να μιλά στα ελληνικά. Η υψηλή ανεργία των νέων όμως, την οποία ο έλληνας Πρωθυπουργός χαρακτήρισε, και δικαίως, το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, δεν θα καταπολεμηθεί παρά μόνο αν αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αν περιοριστεί η διαφθορά, αν παταχθεί η γραφειοκρατία, αν ενθαρρυνθεί η καινοτομία. Κι αυτά δεν είναι δουλειά του κάθε Μακρόν, αλλά δική μας.