Τη γνώρισα στον δρόμο. Αρκετά χιλιόμετρα έξω από την Ελλάδα, αγωνιούσε πώς θα ειδοποιήσει τον περιπτερά της να της κρατήσει «την εφημερίδα»: το φύλλο των «ΝΕΩΝ» της 19ης Αυγούστου 2017… Εκ πρώτης όψεως ήταν μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Με μια πιο προσεκτική ματιά αναγνώριζες σε εκείνη μια καλλιεργημένη αναγνώστρια. Μια φανατική λάτριδα του τυπωμένου χαρτιού. Πιστή φίλη των «ΝΕΩΝ» από το 1963, η Δήμητρα Σβηνέλη συμβολίζει τον αναγνώστη μιας άλλης εποχής και την ελπίδα ότι οι εφημερίδες μπορεί να κλυδωνίζονται, να πονάνε, να αλλάζουν, αλλά δεν πεθαίνουν…
Στο πατάρι του σπιτιού της και σε μια βιβλιοθήκη στο σαλόνι φυλά προσεκτικά εκατοντάδες αποκόμματα εφημερίδων, τα παλιότερα από τα οποία έχουν τυπωθεί την δεκαετία του ’60. «Διαβάζω “ΤΑ ΝΕΑ” και “Το Βήμα” από το 1963 και διατηρώ αρχείο τους με όλα τα γεγονότα –πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά –της κάθε χρονιάς. Σε αυτό υπάρχουν μεταξύ άλλων φωτογραφίες του δικτάτορα Παπαδόπουλου όπως δημοσιεύονταν τότε, όλα όσα είχαν γραφτεί για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και πολλά άλλα. Τα έχω κρατήσει, γυρίζω πίσω και τα κοιτάζω. Κάποια στιγμή οι εφημερίδες έγιναν ντάνα, θα έπρεπε να φύγω εγώ από το σπίτι για να χωρέσουν. Οπότε σε μια μετακόμιση αποφάσισα να κρατήσω αποκόμματα. Τα αποθήκευσα και σε μια βιβλιοθήκη κρατώ ένα αρχείο της τελευταίας οκταετίας, από τον καιρό της οικονομικής κρίσης» λέει. Στη βιβλιοθήκη αυτήν αντικρίζει κανείς δεκάδες αναγνώσματα. Το «Εγκλημα και τιμωρία» σε μετάφραση Παπαδιαμάντη του 1901, τα άπαντα του Βιζυηνού, του Κολοκοτρώνη, δεκάδες βιβλία που μαρτυρούν μια λάτριδα του διαβάσματος.
Οπως κάθε κλασικός αναγνώστης, η Δήμητρα Σβηνέλη δεν κάνει διακρίσεις στο τι διαβάζει. «Με ενδιαφέρουν κυρίως τα πολιτικά και οικονομικά θέματα, όμως αγαπώ και το πολιτιστικό. Αγαπούσα τον Κώστα Σταματίου, τον Γιώργο Πηλιχό, τον Ρούσσο Βρανά, γενικώς μου άρεσε που το Συγκρότημα δεν είχε πρόβλημα να έχει και ανθρώπους με αριστερό παρελθόν και εξορίες. Παράλληλα είχε κεντρώους και σοβαρούς δεξιούς. Από τους παλιούς δημοσιογράφους θυμάμαι τη Μαρία Παπαδοπούλου που έκανε τηλεοπτικό και πολύ παλιά, επειδή ο πατέρας μου έπαιρνε “Το Βήμα”, διάβαζα τον Βαρίκα και τον Παλαιολόγο. Επίσης, μου άρεσε πολύ ο Ψαθάς. Θυμάμαι ότι είχε φύγει ένα φεγγάρι από την εφημερίδα για να πάει στην “Ελευθεροτυπία”. Παρότι εκείνος έφυγε, εγώ έμεινα. Συνέχισα εκεί».
Η ίδια αντιμετωπίζει, άλλωστε, τον Τύπο με την πραγματική διάσταση του μέσου επικοινωνίας: Συνδιαλέγεται με τις εφημερίδες, καταθέτει τη γνώμη της, γράφει επιστολές και στέλνει mail. Πιστεύει στη δύναμη του έντυπου μέσου. «Δεν νομίζω ότι οι εφημερίδες θα πεθάνουν. Αντιθέτως» λέει. «Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα. Μπήκε και η τηλεόραση στη ζωή μας, αλλά δεν μπόρεσε να μου δώσει αυτά που μου προσφέρει η εφημερίδα. Το Διαδίκτυο έχει ειδήσεις, αλλά η εφημερίδα δεν είναι απλώς ειδήσεις, έχει κείμενο με υπογραφές. Το μόνο που με ανησυχεί είναι τι θα γίνει το αρχείο μου όταν φύγω από τη ζωή» λέει. «Αυτό με στενοχωρεί, δεν θέλω να μου το πετάξουν στον δρόμο…».