H υπόθεση της Χρυσής Αυγής θεωρήθηκε –και είναι –μια από τις εμβληματικές για τη δημοκρατία δίκες. Από την πρώτη στιγμή που οι δικαστικές Αρχές –με καθυστέρηση πολλών ετών –έστρεψαν τους προβολείς της έρευνάς τους στην εγκληματική δράση μελών του σκληρού πυρήνα της Χρυσής Αυγής, η δικογραφία που σχηματίστηκε είχε προφανές πολιτικό πρόσημο.

Γι’ αυτό και όταν στις 20 Απριλίου 2015 η πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας Μαρία Λεπενιώτη εκφώνησε από έδρας το «άρχεται η συνεδρίασις» για την πολυαναμενόμενη και πολύκροτη δίκη, παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτή την κατέταξαν εξ υπαρχής στις υποθέσεις εκείνες που η ποινική διερεύνηση συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων κάθε άλλο παρά άσχετη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι με την ανάγκη προστασίας της δημοκρατίας και των θεσμών.

Παρά τη βαρύτητα της υπόθεσης, όμως, τις κοινωνικές και πολιτικές της προεκτάσεις, η εκδίκασή της καταδεικνύει κάτι που δυστυχώς, πριν ακόμα ξεκινήσει η δίκη, είχαν παρατηρήσει δικηγόροι που έχουν μελετήσει τη δικογραφία για τη Χρυσή Αυγή. Νομικοί και δικαστές, με βάση την εμπειρία τους και τις αντοχές του υπάρχοντος ποινικού συστήματος, χωρίς διάθεση να γίνουν Κασσάνδρες ή προφήτες, είχαν αναφερθεί «σε ενδεικτική περίπτωση αδυναμίας της πολιτείας να αποδοθεί δικαιοσύνη έγκαιρα και σε χρόνο εύλογο».

Ο αριθμός των κατηγορουμένων, η μεγάλη λίστα των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, το πλούσιο αποδεικτικό υλικό που θα προβληθεί με σύγχρονα μέσα τεχνολογίας στη διαδικασία, αλλά και ο αριθμός δικηγόρων –πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης –δεν άφηναν από την αρχή περιθώρια για αισιόδοξες προβλέψεις ως προς τον χρόνο διεξαγωγής της δίκης.

Το πρόβλημα αυτό έγινε ακόμα μεγαλύτερο καθώς δεν υπήρχε και δεν υπάρχει σταθερή αίθουσα δικαστηρίου για να… τρέξει η δίκη αυτή, η οποία άλλες φορές γίνεται στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών του Κορυδαλλού –εκεί δηλαδή όπου ξεκίνησε εν μέσω πολλών ενστάσεων και αντιρρήσεων από τοπικούς φορείς και από τη Δημοτική Αρχή –και άλλες φορές η αυλαία των συνεδριάσεων ανοίγει και κλείνει στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Εφετείου της Αθήνας. Στην ίδια δηλαδή αίθουσα που εκ περιτροπής «φιλοξενούνται» και άλλες μεγάλες, πολυπρόσωπες δίκες, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η καθημερινή συνεδρίαση του δικαστηρίου.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις, η πολυαναμενόμενη ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν αναμένεται να ανακοινωθεί πριν από το τέλος του 2018 (!), καταδεικνύοντας πλήρως τις παθογένειες του δικαστικού μας συστήματος και τις υστερήσεις της πολιτείας.

Αγώνας δρόμου από το δικαστήριο

Πάντως, το δικαστήριο κάνει ό,τι μπορεί και η πρόεδρος Μαρία Λεπενιώτη μαζί με την υπόλοιπη σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας (αναπληρώτρια πρόεδρος η Μαρία Βάρκα,μέλη οι Ανδρέας Ντόκος και Γεσθημανή Τσουλφόγλου και αναπληρωματικό μέλος ο Δημήτρης Ανέστης,εισαγγελέας της έδρας Αδαμαντία Οικονόμου με αναπληρωματικό της τον Στέλιο Κωσταρέλλο) γράφουν τις δικές τους σελίδες μεγάλης προσπάθειας για να προχωρήσει η δίκη με ταχύτερους ρυθμούς, διαφυλάσσοντας και το κύρος της Δικαιοσύνης που υπηρετούν και αποδίδοντας εντέλει τα «του Καίσαρος τω Καίσαρι», με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας και όσα προέκυψαν, προκύπτουν και θα προκύπτουν στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου.

Η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης, κατά τεκμήριο, είναι ζητούμενο για όλους τους παράγοντες μιας δίκης –κατηγορουμένους και πολιτικώς ενάγοντες –σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται. Πρωτίστως, αναμένουν την τιμωρία των ενόχων από τους δικαστές οι συγγενείς των θυμάτων ή και τα εν ζωή θύματα που γνώρισαν τη βία των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής. Τραγική φιγούρα η μητέρα του μουσικού Παύλου Φύσσα, Μάγδα, η οποία τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του παιδιού της στο Κερατσίνι, που έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, περιμένει από τη Δικαιοσύνη ως μόνη αρμόδια να κρίνει και να τιμωρήσει παραδειγματικά τον φυσικό αυτουργό της εγκληματικής αυτής ενέργειας Γιώργο Ρουπακιά, αλλά και τους πάσης φύσεως συνεργούς του.

Μια από τις… παρενέργειες εξάλλου της καθυστέρησης στη δίκη αυτή ήταν και η αποφυλάκιση του φυσικού αυτουργού της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, Γιώργου Ρουπακιά, ο οποίος με βάση τον νόμομετά τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της προσωρινής του κράτησης, αντικαταστάθηκε με όρους η προφυλάκισή του και κυκλοφορεί ελεύθερος.

Εκτός φυλακών οι κατηγορούμενοι

Ηταν και αυτό ένα από τα στοιχήματα που η πολιτεία δεν κατάφερε να κερδίσει. Βεβαίως η βραδύτητα διεξαγωγής της δίκης –μετρά ημερολογιακά 872 ημέρες και 176 συνεδριάσεις –οδήγησε προ πολλού στη λήξη και όλων των 18μήνων, με αποτέλεσμα όλοι οι κατηγορούμενοι να είναι εκτός φυλακών με διάφορους περιοριστικούς όρους.

Από την έναρξη της διαδικασίας, τον Απρίλιο του 2015, τα πολιτικά στελέχη της Χρυσής Αυγής που είναι κατηγορούμενοι επέλεξαν να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτόν, όπως λένε όσοι ερμηνεύουν τη συγκεκριμένη επιλογή τους, να ελαχιστοποιήσουν την πολιτική σημασία της παραπομπής τους σε δίκη και να αποσυνδέσουν την εικόνα της ηγεσίας του κόμματος από το βαρύ κατηγορητήριο και τη βάσανο του εδωλίου.

Τους μήνες που ακολούθησαν, δεν εμφανίστηκαν –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων –στο ακροατήριο, ενώ από το σύνολο των κατηγορουμένων λίγοι είναι εκείνοι που κατά καιρούς παρίστανται στο εδώλιο, προκαλώντας με τη στάση τους την αντίδραση των συγγενών και των συνηγόρων των θυμάτων.

Εως τώρα έχουν εξεταστεί και ερευνηθεί η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που υπήρξε και η εμβληματική εγκληματική πράξη της Χρυσής Αυγής, η οργανωμένη επίθεση μελών της Χρυσής Αυγής κατά μελών και στελεχών του ΠΑΜΕστο Πέραμα, η δολοφονική επίθεση μελών της οργάνωσης σε αιγύπτιους ψαράδες στο σπίτι τους στο Πέραμα και μια σειρά άλλων επιθέσεων που συνθέτουν το πολυσέλιδο κατηγορητήριο.

Κρίσιμα δικονομικά στάδια προσεχώς

Κατά τη διάρκεια της τρίτης δικαστικής χρονιάς που βρίσκεται σε εξέλιξη η εκδίκαση της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής, απομένουν κρίσιμα δικονομικά στάδια. Το πρώτο είναι να κλείσει ο κύκλος της εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η κατάθεση του πρώην υψηλόβαθμου στελέχους της Χρυσής Αυγής Ηλίας Σταύρου καθώς και πέντε πρώην μελών της, που εισέφεραν στη διάρκεια της κύριας ανάκρισης πολλά στοιχεία για τη δομή και τους ρόλους συγκεκριμένων προσώπων μέσα στην οργάνωση. Οι πέντε μάρτυρες έχουν τεθεί σε καθεστώς προστασίας και έτσι δεν θα εμφανιστούν στο δικαστήριο, αλλά θα καταθέσουν –κάτι που θα γίνει για πρώτη φορά σε δίκη –μέσω τηλεδιάσκεψης από αίθουσα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής. Επόμενο στάδιο είναι η ανάγνωση εγγράφων, οπότε και αναμένεται να προβληθούν στο δικαστήριο βίντεο, οπτικό υλικό και φωτογραφίες –στοιχεία που δεν έχουν δει στο σύνολό τους το φως της δημοσιότητας -, από τα οποία προκύπτει ο τρόπος δράσης της οργάνωσης αλλά και κατά περίπτωση ο ρόλος κατηγορουμένων.

Κρίσιμο επίσης για το τέλος της δίκης είναι το στάδιο των απολογιών των κατηγορουμένων. Οχι μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού όσων έχουν παραπεμφθεί στο εδώλιο, αλλά κυρίως για το αν οι βουλευτές του κόμματος επιλέξουν να εμφανιστούν, έστω σε εκείνη τη χρονική στιγμή, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, επιχειρώντας να αντικρούσουν όσα αξιόποινα περιλαμβάνει γι’ αυτούς στις 2.200 σελίδες που αριθμεί το παραπεμπτικό βούλευμα που φέρει τη σφραγίδα του Συμβουλίου Εφετών της Αθήνας.

Σε αυτό, όπως είναι γνωστό, περιγράφεται η δράση της εγκληματικής οργάνωσης με ιεραρχική δομή και τάγματα εφόδου.

Οι δικαστικοί λειτουργοί, κατά πλειοψηφία, περιγράφοντας την επιχειρησιακή δράση της οργάνωσης επισημαίνουν ότι «είχε σκοπό την αντιμετώπιση διά της βίας των αντιφρονούντων αλλοδαπών, αλλά και όσων θεωρούνταν σοβαροί ιδεολογικοί εχθροί της και κατ’ επέκταση τη βίαιη επιβολή των πολιτικών ιδεών της». Η εκτέλεση, δε, των εγκληματικών σκοπών είχε ανατεθεί στις ομάδες κρούσης, τα επονομαζόμενα «τάγματα εφόδου» που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα των Τοπικών Οργανώσεων.

Τα μέλη τους δε, συμπληρώνουν οι δικαστές, «είχαν ιδιαίτερα σωματικά προσόντα και κατάλληλη εκπαίδευση προσομοιάζουσα με εκείνη των ανδρών των επίλεκτων Ειδικών Μονάδων των Ενόπλων Δυνάμεων τη χώρας, δρούσαν οργανωμένα και συντεταγμένα, τηρώντας απαρέγκλιτα τις σχετικές οδηγίες και εντολές του επικεφαλής της εκάστοτε εγκληματικής δράσης».

Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της ποινικής διαδικασίας είναι οι αγορεύσεις των εισαγγελικών λειτουργών, που πρώτοι αποτιμώντας τα στοιχεία θα δώσουν το στίγμα τής κατά την κρίση τους περαιτέρω μεταχείρισης ενός εκάστου των κατηγορουμένων, και οι αγορεύσεις των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής που εκπροσωπούν θύματα της Χρυσής Αυγής και συγγενείς τους, καθώς και των υπερασπιστών των κατηγορουμένων.

Και αμέσως μετά θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την έκδοση της απόφασης. Οι δικαστικοί λειτουργοί θα αποσυρθούν σε διάσκεψη. Μια διάσκεψη που λόγω της βαρύτητας της υπόθεσης και της πολυετούς διαδικασίας που θα έχει μεσολαβήσει θα απαιτήσει πολλές συνεδριάσεις στο ειδικό δωμάτιο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως προβλέπει η δικονομία.

Και μόνο όταν οι τακτικοί δικαστές καταλήξουν σε ασφαλή δικανική κρίση, θα γίνει γνωστό σε όλους ποια μέρα η πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Μαρία Λεπενιώτη θα απαγγείλει από έδρας την ετυμηγορία για όλους τους κατηγορουμένους.

Ακόμα και τότε πάλι θα απαιτηθούν πολλές συνεδριάσεις για να γραφτεί και η τελευταία σελίδα της πρωτόδικης απόφασης της ελληνικής Δικαιοσύνης για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής.

Πότε θα γίνει αυτό; Ουδείς εκ των προτέρων μπορεί να το πει, ούτε καν να το προβλέψει με ασφάλεια, καθώς ο δρόμος μέχρι να πέσει η αυλαία της δίκης είναι μακρύς.