Εάν η τηλεοπτική μονομαχία της περασμένης Κυριακής ανάμεσα στη Χριστιανοδημοκράτισσα Ανγκελα Μέρκελ που είναι καγκελάριος και τον Σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς που θέλει να γίνει καγκελάριος ήταν το αποκορύφωνα αυτού του προεκλογικού αγώνα, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τον προεκλογικό αγώνα στη Γερμανία μέχρι τις εκλογές σε δύο εβδομάδες; «Τίποτα απολύτως» απαντά αμέσως στο ερώτημα των «ΝΕΩΝ» ο Μίχαελ Σπρενγκ. Το τονίζει μετά λόγου γνώσεως, διότι ο Σπρενγκ εκτός από αρχισυντάκτης της κυριακάτικης «Μπιλντ αμ Ζόνταγκ» είχε οργανώσει τον προεκλογικό αγώνα του Χριστιανοκοινωνιστή Eντμουντ Στόιμπερ στις εκλογές του 2002 κατά του Σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρτ Σρέντερ. «Το ντιμπέιτ δεν έφερε την ανατροπή που ήλπιζε το SPD και δεν υπάρχει τίποτα νέο πλέον στο πρόγραμμα των υποψηφίων μέχρι τις εκλογές» εξηγεί ο Σπρενγκ. «Απρόοπτα μπορούν να προκύψουν μόνον από το εξωτερικό» συμπληρώνει παραπέμποντας στην κρίση της Βόρειας Κορέας. Αλλά και αυτό θα ενίσχυε περισσότερο τη Μέρκελ.

Στον Μάρτιν Σουλτς που ξεκίνησε φιλόδοξα την πορεία προς την καγκελαρία μένει μόνο να ολοκληρώσει αξιοπρεπώς τον προεκλογικό αγώνα, με ένα αποτέλεσμα που δεν θα είναι καταστροφικό για τους Σοσιαλδημοκράτες. Αλλά ούτε καν αυτό δεν αποκλείουν οι δημοσκοπήσεις. Στο «Πολιτικό Βαρόμετρο» του δεύτερου γερμανικού καναλιού ZDF το SPD παραμένει στο 22% όπως και την προηγούμενη εβδομάδα. Στη «Γερμανική Τάση» του πρώτου γερμανικού καναλιού ARD υποχωρεί στο 21%. Τα ποσοστά αυτά είναι κάτω και από το χειρότερο αποτέλεσμα που είχαν ποτέ οι Σοσιαλδημοκράτες πέφτοντας το 2009 με τον Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάγερ στο 23%. Υποχρεώθηκε τότε να πάει στην αντιπολίτευση, έπειτα από τέσσερα χρόνια συγκυβέρνησης με τη Μέρκελ. Ακολούθησε η κεντροδεξιά κυβερνητική θητεία της Μέρκελ με τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελευθέρων. Στις τελευταίες εκλογές το 2013 οι Σοσιαλδημοκράτες με τον Πέερ Στάινμπρουκ βελτίωσαν το ποσοστό τους στο 26%, αλλά και πάλι δεν κατάφεραν να ξεβαλτώσουν. Επειτα από τέσσερα χρόνια νέας συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, μειώνεται όλο και περισσότερο η αποδοχή στη βάση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ενός νέου «μεγάλου συνασπισμού» υπό τη Μέρκελ.

Στην πόρτα της εξόδου ο Σουλτς;

Ο Μάρτιν Σουλτς, πρόεδρος του SPD, έχει αυτή τη στιγμή υποστήριξη από όλες τις πτέρυγες του κόμματος. Ωστόσο εάν οι εκλογές οδηγήσουν σε μια ήττα όπως την προδιαγράφουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις, είναι άκρως αμφίβολο εάν ο Σουλτς θα παραμείνει στη θέση του και δεν θα παραιτηθεί για να διευκολύνει ένα νέο ξεκίνημα για τους Σοσιαλδημοκράτες. Κορυφαία στελέχη όπως ο υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, θα παραμείνουν εφεδρεία για κομβικά υπουργεία στην περίπτωση που ο «μεγάλος συνασπισμός» με τη Μέρκελ καταστεί –λόγω του εκλογικού αποτελέσματος –μονόδρομος. Αλλά το πρώτο δείγμα για το πώς θα κινηθεί το σοσιαλδημοκρατικό καράβι θα δοθεί αμέσως μετά τις εκλογές, όταν θα εκλεγεί ο πρόεδρος μιας συρρικνωμένης στο μεταξύ Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD. O σημερινός κοινοβουλευτικός ηγέτης Τόμας Οπερμαν ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει την επανεκλογή του, αλλά ήδη εκδηλώνεται πίεση για ανανέωση και ενδιαφέρον για αλλαγή γενιάς με την προώθηση σε ηγετικές θέσεις νεότερων στελεχών, όπως η σημερινή υπουργός Εργασίας Αντρέα Νάλες.

Ο συνωστισμός της 3ης θέσης

Η τηλεοπτική μονομαχία Μέρκελ – Σουλτς ήταν μία, γιατί αυτή ήταν η απαίτηση της Μέρκελ και διεξήχθη στο σφιχτό πλαίσιο που επέβαλε η καγκελάριος με την απειλή ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα γινόταν ούτε αυτή η μία. Ο Σουλτς δεν κατάφερε να σπάσει τον «στενό κορσέ» της Μέρκελ με ευθύνη και των τεσσάρων δημοσιογράφων από τα ισάριθμα κανάλια που δεν στρίμωξαν τους δύο υποψηφίους για θέματα του μέλλοντος της Γερμανίας και της Ευρώπης, αλλά έριξαν δυσανάλογο βάρος στην προσφυγική κρίση αβαντάροντας ουσιαστικά το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Αντίθετα, η τηλεοπτική μονομαχία των πέντε «μικρών» κομμάτων που έγινε την επόμενη ημέρα με δύο μόνο δημοσιογράφους, είχε από άποψη ουσίας πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν έναν συνωστισμό γύρω από την τρίτη θέση. Σύμφωνα με το «Πολιτικό Βαρόμετρο» του ZDF, η Αριστερά (Die Linke) παραμένει και αυτή την εβδομάδα στο 9%. Οι Πράσινοι παραμένουν επίσης στο 8%. Οι Φιλελεύθεροι FDP χάνουν μία μονάδα και πέφτουν στο 9%. Το ΑfD χάνει μία μονάδα και ανεβαίνει επίσης στο 9%. Δύο από τα κόμματα αυτά δεν θα παίξουν μετεκλογικά ρόλο στην αναζήτηση κυβερνητικών συμμαχιών: για το κόμμα η Αριστερά υπάρχει μόνο μία προοπτική –η κάλπη να δώσει πλειοψηφία μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Ο Μάρτιν Σουλτς, που θα ήταν στην περίπτωση αυτή καγκελάριος, δεν απέκλεισε ποτέ ρητά τον ονομαζόμενο με βάση τα χρώματα των κομμάτων «κοκκινο-κοκκινο-πράσινο» συνασπισμό. Ωστόσο η προοπτική αυτή παραμένει άπιαστη με βάση τα ποσοστά των κομμάτων στις δημοσκοπήσεις. Αλλά και πολιτικά το εγχείρημα αυτό θα είχε τεράστιες δυσκολίες υλοποίησης, καθώς οι θέσεις της Αριστεράς για την ΕΕ και την εξωτερική πολιτική –βουλευτές και στελέχη της προπαγανδίζουν ανοιχτά την έξοδο της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ –είναι ασύμβατες με τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση της Γερμανίας.

Καθαρό είναι επίσης το τοπίο για την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Θα μπει στη νέα γερμανική Βουλή, και αυτό θα είναι από μόνο του μεγάλη επιτυχία. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση συμμετοχής του σε κυβερνητικό σχήμα. Η Ανγκελα Μέρκελ απέκλεισε κατηγορηματικά οποιαδήποτε σκέψη συνεργασίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με το ακροδεξιό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό AfD, χαρακτηρίζοντας «ρατσιστή» τον επικεφαλής του ψηφοδελτίου του Αλεξάντερ Γκάουλαντ.

To κυβερνητικό πρόσημο

Η επόμενη ημέρα της Γερμανίας δεν θα καθοριστεί μόνο από το ποιος θα είναι ο ένοικος της καγκελαρίας –δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα παραμείνει η Ανγκελα Μέρκελ. Το πρόσημο της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές θα το προσδιορίσει ο κυβερνητικός εταίρος της Μέρκελ. Δεδομένου ότι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν θέλουν μία ακόμα θητεία ως μικρός εταίρος της Μέρκελ, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο συσχετισμός δύναμης των μικρότερων κομμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να παίξουν μετεκλογικά κυβερνητικό ρόλο.

«Το ποιος θα είναι ισχυρότερο κόμμα οι Πράσινοι ή οι Φιλελεύθεροι FDP, μπορεί θα έχει σοβαρότατες συνέπειες για τη Γερμανία», εκτίμησε ο σχολιαστής Μπερντ Ούλριχ στο τελευταίο φύλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ντι Τσάιτ». Και για την Ευρώπη επίσης.

«Μαυρο-κίτρινος» συνασπισμός

Οι Γερμανοί συνηθίζουν να προσδιορίζουν τις πολιτικές συμμαχίες με βάση τα χρώματα των κομμάτων. Ο χειρότερος συνδυασμός για την Ευρώπη θα ήταν ανάμεσα στους «μαύρους» Χριστιανοδημοκράτες και τους «κίτρινους» Φιλελεύθερους. Ο«μαυρο-κίτρινος» συνασπισμός. Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στην ομιλία του στην Πνύκα «απέφυγε συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τη νέα Ευρώπη» που οραματίζεται, όπως επίσης «απέφυγε να ζητήσει ελάφρυνση χρέους της Ελλάδας, την οποία είχαν χαρακτηρίσει απαραίτητη οι σύμβουλοί του πριν από το ταξίδι», παρατήρησε η γερμανική εφημερίδα «Χάντελσμπλατ». Δεν το έκανε διότι «στο Παρίσι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα ενισχύσει τους Φιλελεύθερους στον προεκλογικό αγώνα της Γερμανίας. Και μια κυβέρνηση Χριστιανικής Ενωσης και Φιλελευθέρων είναι το τελευταίο που θέλει η γαλλική κυβέρνηση, γιατί φοβάται ότι θα σταθεί εμπόδιο στην εμβάθυνση της ενσωμάτωσης της ΕΕ».

Ο πρόεδρος του FDP Κρίστιαν Λίντνερ κατάφερε να νεκραναστήσει το κόμμα του Γκένσερ, τους Φιλελεύθερους, που έμεινε εκτός βουλής στις προηγούμενες εκλογές. Με την τελευταία επιτυχία του στις κρίσιμες εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία να βάλει τους Φιλελεύθερους στην τοπική κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, έχει στόχο να επαναλάβει το μοντέλο αυτό και σε κεντρικό επίπεδο, στο Βερολίνο. Επανειλημμένα έθεσε ζήτημα Grexit είτε ευθέως είτε εμμέσως.

Στη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ και την ευρωζώνη που θα ανοίξει αμέσως μετά τις εκλογές, επιδίωξη του FDP είναι να ρυθμιστεί η δυνατότητα εξόδου μίας χώρας από το κοινό νόμισμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ. Ακόμη και αν αποκλείσει η Ανγκελα Μέρκελ το Grexit, η συμμετοχή του FPD στην κυβέρνησή της θα επιφέρει σημαντική μετατόπιση της γερμανικής πολιτικής στην κατεύθυνση σκληρότερων θέσεων έναντι της Ελλάδας, σε μια περίοδο που θα καθοριστεί η επόμενη ημέρα της χώρας μετά το τρίτο Μνημόνιο και θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για το ελληνικό χρέος.

Το σενάριο της «Τζαμάικας»

Στη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση της Μέρκελ δεν είναι ιδιαίτερα ευτυχείς με τον προοπτική μιας συγκυβέρνησης με τους Φιλελεύθερους FDP. Η σημερινή καγκελάριος έχει πολύ πιο προωθημένες θέσεις για την προσφυγική κρίση και το μεταναστευτικό ζήτημα από τους Φιλελεύθερους. Ταυτόχρονα το FDP είναι πολύ ευνοϊκότερα διακείμενο απέναντι στον Πούτιν από τη Μέρκελ που είναι άμεσα εμπλεκόμενη στη λύση της ουκρανικής κρίσης.

Με την πορεία που έχει διαγράψει η Μέρκελ στα θέματα προσφύγων και οικολογίας με το κλείσιμο των πυρηνικών αντιδραστήρων μετάλλαξε τη συντηρητική Χριστιανική Ενωση ανοίγοντας την προοπτική κυβερνητικών συνεργασιών με τους Πράσινους. Αυτό συμβαίνει ήδη σε περιφερειακό επίπεδο στη Βάδη – Βυρτεμβέργη, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες είναι οι μικρότεροι εταίροι στην κυβέρνηση του «πράσινου» πρωθυπουργού Βίνφριντ Κρέτσμαν. Ωστόσο καμία δημοσκόπηση μέχρι στιγμής δεν δίνει «μαυρο-πράσινη» κυβερνητική πλειοψηφία. Σε περίπτωση μάλιστα που η μετεκλογική αριθμητική δεν θα δίνει και «μαυρο-κίτρινη» κυβέρνηση, τότε απομένει το σενάριο ενός «μαυρο-κιτρινο-πράσινου» συνασπισμού, στα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικας. Οι Πράσινοι έχουν διαγράψει επίσης μεγάλη διαδρομή για να μπορούν με το σημερινό δίδυμο ηγεσίας τον Τζεμ Ετσντεμιρ και την Κάτριν Γκέρινγκ – Εκαρτ να αποτελούν κυβερνητικό εταίρο της Χριστιανοδημοκρατίας της Μέρκελ. Η συμμετοχή των Πρασίνων σε μια μελλοντική κυβέρνηση της Μέρκελ θα λειτουργήσει ως αντίβαρο στη στροφή της γερμανικής πολιτικής που θα σημάνει η επάνοδος των Φιλελευθέρων στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας.