Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα αυξάνεται ο αριθμός των ιδιωτών που πραγματοποιούν ανασκαφές ανά την επικράτεια και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την προστασία της γεωλογικής κληρονομιάς της χώρας. Ολα αυτά ενώ η μαύρη αγορά απολιθωμάτων λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις παγκοσμίως και αρκετά κράτη, όπως πρόσφατα η Μογγολία, έχουν ξεκινήσει εκστρατείες καταπολέμησης του φαινομένου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι πλούσιες γεωλογικές ανακαλύψεις των τελευταίων χρόνων καταλήγουν μόνο κατά το ήμισυ στην επιστημονική κοινότητα. Οι υπόλοιπες γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας σε σκοτεινές συναλλαγές.
Μια μικρή περιήγηση στον κόσμο του Διαδικτύου είναι αρκετή για να πάρει κάποιος μια γεύση: Ερασιτέχνες «ερευνητές» διαφημίζουν την πραμάτεια τους, ανταλλάσσουν ευρήματα, ζητούν πληροφορίες για όσα έχουν συλλέξει. Σε ψηφιακά συλλεκτικά «στέκια» διοργανώνονται ακόμη και ανοικτές ηλεκτρονικές δημοπρασίες, όπου μεταξύ άλλων μπορεί κάποιος να βρει προς πώληση δόντια καρχαρία εκατομμυρίων ετών με τιμή εκκίνησης τα 1.300 ευρώ, σπάνιους αμμωνίτες αντί 650 ευρώ ή τμήματα από κέρατα ρινόκερου με κόστος που ξεκινά από τα 1.500 ευρώ. Και αυτή είναι η φανερή πλευρά της υπόθεσης. Τα δίκτυα που αναπτύσσουν κρυφίως δράση δεν ελέγχονται από κανέναν.
Πώς τα εντοπίζουν. «Οι ανασκαφές από ιδιώτες είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε έντονα τον τελευταίο καιρό. Ερασιτέχνες συλλέκτες μαζεύουν απολιθώματα. Ορισμένες φορές πρόκειται για είδη που βρίσκονται εν αφθονία στον ελληνικό χώρο, ενίοτε όμως είναι μοναδικά ευρήματα, που η θέση τους βρίσκεται σε κρατικούς φορείς και πανεπιστήμια. Ευρήματα που είναι ανεπίτρεπτο να είναι σε χέρια ιδιωτών» εξηγεί ο Δημήτρης Κωστόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Παλαιοντολογίας στο Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ. «Συχνά αντιμετωπίζουμε το εξής: Κάνουμε ανασκαφή σε μια συγκεκριμένη θέση, δημοσιεύουμε τα αποτελέσματα της έρευνας ή συντάσσεται μια επιστημονική έκθεση από πανεπιστημιακή ανασκαφή, οι ιδιώτες αναζητούν αυτές τις εργασίες, μαθαίνουν πού βρίσκονται απολιθώματα και πηγαίνουν στο σημείο για να πάρουν ό,τι τους ενδιαφέρει. Είναι το ένστικτο του χρυσοθήρα. Κάποιες φορές πρώτα βρίσκουν και μετά ανατρέχουν σε βάσεις δεδομένων για να δουν τι είναι αυτό που ανακάλυψαν. Αυτό, ξέρετε, δεν είναι πάντα κακό, αλλά πρέπει να οριοθετείται…» συμπληρώνει ο Δημήτρης Κωστόπουλος. «Αυτήν τη στιγμή γνωρίζουμε ότι σε ιδιωτικές συλλογές υπάρχει ακόμη και ολοτυπικό υλικό στο οποίο αναφέρεται όλη η παγκόσμια κοινότητα. Αυτό δεν μπορεί να ανήκει σε ιδιώτες, πρέπει να φυλάσσεται σε εθνικούς φορείς και να είναι προσιτό στους επιστήμονες» προσθέτει.
Οπως εξηγούν οι ειδικοί, δεν είναι λίγοι οι συλλέκτες που δέχονται να συνεργαστούν με τους επιστήμονες, δείχνουν τα ευρήματά τους και επιτρέπουν την εξέτασή τους. Οταν όμως αγνοείται η ακριβής τοποθεσία όπου βρέθηκε το απολίθωμα, τότε η επιστήμη στερείται σημαντικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη χρονολόγησή του, το περιβάλλον στο οποίο ζούσε ο οργανισμός ή ενδείξεις για άλλους οργανισμούς που συνυπήρχαν στο ίδιο οικοσύστημα. «Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι προκλητικοί, οι οποίοι έρχονται με μια φωτογραφία στο πανεπιστήμιο και σε ρωτούν τι είναι αυτό ή πόσο παλιό μπορεί να είναι. Οταν ρωτάς πώς το βρήκαν, λένε “όχι εγώ, ένας φίλος μου και όταν ζητάς να δεις πού βρέθηκε, εξαφανίζονται» λέει ο Δημήτρης Κωστόπουλος.
«Δεν θέλω να είμαι επικριτικός με τους ιδιώτες συλλέκτες» εξηγεί ο Δημήτρης Κωστόπουλος, ο οποίος συμμετέχει στην επιστημονική πρωτοβουλία ως μέλος της Επιτροπής Παλαιοντολογίας και Στρωματογραφίας της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας. «Αυτό που πρέπει, όμως, να γίνει είναι να βρεθεί ένας τρόπος ώστε όποιος ενδιαφέρεται να έχει μια ιδιωτική συλλογή να το δηλώνει σε κάποιον φορέα, να αναφέρει τι έχει στην κατοχή του και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για παράδειγμα ανά πενταετία, να ελέγχεται για αυτήν. Ο,τι μπορεί να κρατηθεί από το περιεχόμενο της συλλογής να το κρατά και όσα δείγματα έχουν επιστημονική αξία να αποδίδονται σε εθνικούς φορείς» λέει. «Ανακύπτουν πολλά ζητήματα. Τι γίνεται ας πούμε όταν φύγει από τη ζωή ο ιδιοκτήτης της συλλογής; Πού καταλήγουν τα απολιθώματα; Είναι περιουσιακό στοιχείο των κληρονόμων ή θα πρέπει να κατευθύνονται σε επιστημονικά ιδρύματα; Ολα αυτά είναι θέματα που πρέπει πλέον να ρυθμιστούν».