Στο περίφημο βιβλίο του «Τα βήματα του μεθυσμένου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016) ο καθηγητής Λέοναρντ Μλόντινοφ παραθέτει ένα ξεκαρδιστικό περιστατικό, ενδεικτικό τού πώς η τυχαιότητα σφραγίζει τη μοίρα μας. «Πριν από μερικά χρόνια», γράφει, «κάποιος κέρδισε το εθνικό λαχείο στην Ισπανία μ’ έναν λαχνό που έληγε στον αριθμό 48. Περήφανος για το κατόρθωμά του, ο άνθρωπος αυτός αποκάλυψε τη θεωρία που τον έκανε πλούσιο. “Για επτά συνεχόμενες νύχτες έβλεπα στον ύπνο μου τον αριθμό 7”, είπε, “και 7 επί 7 μάς κάνει 48”. Οσοι από μας κατέχουμε κάπως καλύτερα τους πίνακες της προπαίδειας ίσως να γελάσουμε με το λάθος του. Ωστόσο, όλοι μας δημιουργούμε τη δική μας αντίληψη για τον κόσμο και στη συνέχεια τη χρησιμοποιούμε για να φιλτράρουμε και να επεξεργαστούμε τις παραστάσεις που προσλαμβάνουμε, ώστε να βγάλουμε νόημα από τον ωκεανό των δεδομένων που μας κατακλύζουν στην καθημερινή μας ζωή. Και συχνά κάνουμε λάθη τα οποία, αν και λιγότερο προφανή, είναι εξίσου καθοριστικά με αυτό του τυχερού νικητή».
Κατά κοινή ομολογία, ο Πρωθυπουργός μας είναι επίσης ένας ασυνήθιστα τυχερός άνθρωπος. Ακόμη και όταν πρόσκαιρα ζορίζεται, στριμωγμένος ανάμεσα σε μια ανάλγητη Ευρωπαϊκή Ενωση που απαιτεί –άκουσον, άκουσον! –να εφαρμόζει όσα υπογράφει και σε μια εσωτερική κοινή γνώμη που εξακολουθεί να νεφελοβατεί, ακόμη και όταν τα ακροδεξιά κυβερνητικά συνεταιράκια του ενθυμούνται την ψεκασμένη τους ρητορική και δυσχεραίνουν την επαφή του με το δικό του εκλογικό ακροατήριο, στέργει σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση –για τους δικούς της λόγους –να τον ξελασπώσει. Ειλικρινά, εάν ήμουν θρήσκος, θα έλεγα ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ευλογημένος.
Δύσκολα θα αρνηθεί κανείς εξάλλου ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πλέον αστοιχείωτος έλληνας πολιτικός που έφθασε ώς την πρωθυπουργία σε δημοκρατικούς καιρούς, όχι μονάχα συγκρινόμενος με έναν Ελευθέριο Βενιζέλο που μετέφραζε στον ελεύθερο χρόνο του Θουκυδίδη ή έναν Παναγιώτη Κανελλόπουλο που συνέγραφε την πολύτομη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», αλλά και με πιο ελάσσονες –κανέναν εντούτοις τόσο ακαλλιέργητο όσο ο ίδιος. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε τόσο στα αμίμητα μαργαριτάρια του όσο στη βαθιά πεποίθηση ολοένα και περισσότερων συμπολιτών μας ότι αυτά τα μαργαριτάρια δεν οφείλονται σε γλωσσικά ολισθήματα, όπως θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας, αλλά σε σκανδαλώδη άγνοια, διανθισμένη με αυταρέσκεια.
Σκανδαλώδη –πράγματι; Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω. Ποιον ακριβώς σκανδαλίζει; Σκανδαλίζονται οι μεθυσμένοι από τη θέα ενός μεθυσμένου; Την άνοιξη του 2010, κατά το βραχύ διάστημα που ήμουν αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, είχε πέσει στα χέρια μου μια έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο ένας στους δύο ενήλικους Ελληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη ζωή του. Πιθανόν πολλοί να αποτιμούν την άντληση νέων πληροφοριών ως περιττή, από τη στιγμή που θεωρούν τον εαυτό τους κληρονόμο ενός τρισένδοξου αρχαίου πολιτισμού. Κάπως, κάπου, κάποτε όλες εκείνες οι αρχαίες πληροφορίες μεταγγίστηκαν στους προγόνους μας κι έκτοτε μεταφέρονται μέσω του αίματος. Το ελληνικό DNA, που λένε (και κυλιούνται οι βιολόγοι στα πλακάκια).
Προσέξτε τώρα τη λεπτή διαφορά. Είναι άλλο πράγμα να μην ξέρεις προπαίδεια και εντελώς άλλο πράγμα να μην ξέρεις προπαίδεια και να είσαι πεπεισμένος ότι ξέρεις. Εάν πιστεύεις ότι 7 επί 7 κάνει 48, όμοια με τον Ισπανό του Μλόντινοφ, μπορεί να ποντάρεις όλα σου τα λεφτά σε νούμερο με λήγοντα το 48 και, αν ο διάολος σπάσει το ποδάρι του, να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό. Στο καζίνο να τινάξεις την μπάνκα στον αέρα. Στην κάλπη, μολαταύτα, συνήθως τινάζεις τη χώρα.