Μια κλοπή σε εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων συνεχίζεται και αυτήν τη χρονιά. Μια κλοπή που γίνεται με τις αντικειμενικές αξίες και τα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ.
Ο φετινός λογαριασμός του ΕΝΦΙΑ απαιτεί από τους φορολογουμένους την πληρωμή 3,15 δισ. ευρώ για τα ακίνητά τους. Για άλλη μία χρονιά, ο φόρος υπολογίστηκε με βάση τις πλασματικές αντικειμενικές τιμές, οι οποίες σε πολλές περιοχές της χώρας υπερβαίνουν τις πραγματικές τιμές της αγοράς, ακόμη και πάνω από 70%. Οι μεγάλες αποκλίσεις παραμένουν ακόμη και μετά την οριζόντια μείωση στις τιμές ζώνης κατά 5% έως 19% που έγινε τον Ιανουάριο του 2016.
Η αδυναμία του υπουργείου Οικονομικών να προσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες στα επίπεδα των εμπορικών διατηρεί τις μεγάλες στρεβλώσεις στην αγορά των ακινήτων, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τους φορολογουμένους. Ακίνητα αλλάζουν χέρια σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά οι φόροι που πληρώνουν στην Εφορία οι φορολογούμενοι υπολογίζονται με βάση τις υψηλότερες αντικειμενικές αξίες.
Τα ραβασάκια του ΕΝΦΙΑ που αποτελούν τον φθινοπωρινό εφιάλτη εκατομμυρίων φορολογουμένων, αν συγκριθούν με τα συμβόλαια αγοράς ακινήτων, αποκαλύπτουν περιπτώσεις φορολογουμένων που μπορεί να αγόρασαν τα ακίνητά τους σε «σκοτωμένες» τιμές, αλλά καλούνται να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των ακινήτων τους.
Η απόκλιση γίνεται εμφανέστερη σε περιοχές όπου οι αντικειμενικές είναι πολύ υψηλές, τη στιγμή που η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Εκεί η Εφορία μέσω του ΕΝΦΙΑ και των πλασματικών αντικειμενικών τιμών παίρνει από τους ιδιοκτήτες περισσότερους φόρους για τα ακίνητά τους σε σχέση με αυτούς που θα πλήρωναν αν ο υπολογισμός είχε γίνει με βάση τις εμπορικές τιμές.
ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα φορολογουμένου ο οποίος αγόρασε διαμέρισμα 90 τετραγωνικών μέτρων στην περιοχή του Ζωγράφου έναντι 15.000 ευρώ. Το σπίτι είναι παλιό του 1967, βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, αλλά ο δρόμος στον οποίο βρίσκεται έχει τιμή ζώνης 1.100 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Με τις τιμές των ακινήτων να έχουν καταρρεύσει τα τελευταία χρόνια, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης δεν πούλησε το διαμέρισμα στην αντικειμενική αξία, η οποία ανέρχεται σε 99.000 ευρώ, αλλά το «σκότωσε» στην τιμή των 15.000 ευρώ. Τώρα ο νέος ιδιοκτήτης που έλαβε τον «λογαριασμό» του ΕΝΦΙΑ καλείται να πληρώσει φόρο στην αντικειμενική αξία του ακινήτου. Το ραβασάκι γράφει 339,69 ευρώ. Αν όμως ο φόρος είχε υπολογιστεί στην πραγματική τιμή του ακινήτου, στην τιμή δηλαδή που το αγόρασε, τότε θα ήταν 183,62 ευρώ. Δηλαδή, πληρώνει παραπάνω ΕΝΦΙΑ 156,07 ευρώ.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Αυτή από την οποία οι φορολογούμενοι ευνοούνται με την εφαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Παρά τη συμπίεση των τιμών στην αγορά, σε πολλές περιοχές της χώρας οι τιμές που πωλούνται τα ακίνητα υπερβαίνουν τις αντικειμενικές αξίες, οι οποίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και δεν έχουν αλλάξει από το 2007. Ο φόρος μεταβίβασης που πληρώνουν οι φορολογούμενοι κατά την απόκτηση του ακινήτου αλλά και ο ΕΝΦΙΑ υπολογίζονται στη μικρότερη αντικειμενική αξία.
Επομένως, πληρώνουν μικρότερα ποσά φόρου σε σύγκριση με αυτά που θα πλήρωναν αν η φορολογική επιβάρυνση υπολογιζόταν με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου. Για παράδειγμα, στη Μύκονο μια κατοικία 67 τετραγωνικών μέτρων πωλήθηκε 280.000 ευρώ, όταν η αντικειμενική αξία της ήταν μόλις 50.250 ευρώ. Ο νέος ιδιοκτήτης θα πληρώσει ΕΝΦΙΑ για το ακίνητο που απέκτησε 280,42 ευρώ, ενώ αν είχε ληφθεί υπόψη η πραγματική αξία του ακινήτου, ο φόρος θα εκτοξευόταν στα 1.233 ευρώ.