Ξεκίνησε για το τελευταίο του ταξίδι σε ηλικία μεταξύ 40 και 50 ετών πριν από 35 αιώνες τυλιγμένος σε ένα χρυσοστόλιστο σάβανο. Πλάι του οι δικοί του άνθρωποι άφησαν το τόξο και τα βέλη του, το δαχτυλίδι του που λειτουργούσε και ως σφραγίδα, έναν ακόμη σφραγιδόλιθο, κοσμήματα, κτένια, δέκα πήλινα αγγεία επικαλυμμένα με κασσίτερο ώστε να μοιάζουν μεταλλικά –και κατά συνέπεια πολυτιμότερα –και τα χαλινάρια από τα άλογα του άρματος που τον μετέφερε ώς τον τάφο του, στο σημερινό Προσήλιο του Δήμου Λεβαδέων, κοντά στον Ορχομενό. Ενα μνημείο διόλου τυχαίο, το οποίο οι αρχαιολόγοι που έφεραν στο φως το κατατάσσουν στην πρώτη δεκάδα των μεγαλύτερων μυκηναϊκών λαξευτών τάφων που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Το χρονολογούν δε στα μέσα του 14ου αι. π.Χ., την εποχή δηλαδή των μεγάλων μυκηναϊκών ανακτόρων.
Είναι μόνο το μέγεθος του μνημείου –το ένατο μεγαλύτερο από τους περίπου 4.000 θαλαμοειδείς τάφους που έχουν ανασκαφεί στην Ελλάδα τα τελευταία 150 χρόνια –που το καθιστά ξεχωριστό; Με αποτέλεσμα μάλιστα το υπουργείο Πολιτισμού να κάνει λόγο για «σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη»; «Οχι» απαντά στο «Νσυν» η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας Αλεξάνδρα Χαραμή. «Βεβαίως και το γεγονός ότι στον νεκρικό θάλαμο οδηγεί λαξευτός δρόμος μήκους 20 μ. που απολήγει σε μια εντυπωσιακή αίθουσα 42 τ.μ., τις τέσσερις πλευρές της οποίας περιτρέχει λαξευτό θρανίο (σ.σ. πεζούλι), καθιστά τον συγκεκριμένο τάφο σημαντικό. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι πρόκειται για μια ασύλητη ταφή, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο, καθώς τέτοια ταφικά μνημεία συνήθως είχαν συληθεί ήδη από την αρχαιότητα. Εδώ έχουμε έναν νεκρό με όλα του τα κτερίσματα» συνεχίζει η αρχαιολόγος, η οποία συνδιευθύνει την ανασκαφή με τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ Γιάννη Γαλανάκη στο πλαίσιο πενταετούς διεπιστημονικού προγράμματος του ΥΠΠΟ και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο στοιχείο που καθιστά τον τάφο εξαιρετικά σπάνιο, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο μνημείο ετάφη μόνο ένας νεκρός, ενώ συνήθως οι τάφοι αυτού του είδους φιλοξενούσαν σορούς της ίδιας οικογένειας ή και του ίδιου γένους. Η παραδοξότητα αυτή δεν οφείλεται ωστόσο στη σημασία του νεκρού –από τα κτερίσματα του οποίου εκτιμάται ότι είχε σημαντική θέση στην κοινωνία των μέσων του 14ου αι π.Χ., οπότε και έζησε –αλλά σε ένα ατύχημα.
Παρά το γεγονός ότι η κατασκευή του είναι «μνημειώδης και μαρτυρεί την ιδιαίτερη φροντίδα που καταβλήθηκε για τη δημιουργία της», η οροφή, η οποία είχε το σχήμα δίρριχτης στέγης ύψους 3,5 μ., κατέρρευσε ήδη από την αρχαιότητα –ίσως ακόμη και από τη μυκηναϊκή εποχή. «Το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν τόνοι χώματος στο εσωτερικό του τάφου κι όταν επιχείρησαν αργότερα να προχωρήσουν σε μια δεύτερη ταφή, η εικόνα τούς αποθάρρυνε και εγκατέλειψαν την προσπάθεια, με αποτέλεσμα όλα τα αντικείμενα που βρέθηκαν τώρα να σχετίζονται με τον συγκεκριμένο νεκρό και μόνο» εξηγεί η έφορος, η οποία διευκρινίζει ότι παραμένει άγνωστος ο λόγος κατάρρευσης της στέγης, η οποία εκτός των άλλων έδωσε στο εσωτερικό του θαλάμου σπηλαιώδη όψη συνολικού ύψους 6,5 μ.
Κι αν ακόμη η ταυτότητα του άνδρα που ήταν θαμμένος στον τάφο δεν είναι γνωστή –κι ίσως να μην αποκαλυφθεί ποτέ -, τόσο τα οστά του που θα εξεταστούν από ειδικούς επιστήμονες, όπως η υπεύθυνη της οστεοαρχαιολογικής μελέτης Ιωάννα Μουτάφη, όσο και τα κτερίσματα που μελετούνται και συντηρούνται –μεταξύ άλλων από τον γεωαρχαιολόγο και διευθυντή του εργαστηρίου Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Παναγιώτη Καρκάνα και την αρχαιολόγο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Κυριακή Καλλιγά –αναμένεται να δώσουν πολύτιμα στοιχεία για τα ταφικά έθιμα, αλλά και την κοινωνική διαστρωμάτωση στη μυκηναϊκή κοινωνία. Δεν αποκλείεται δε να καταρρίψουν ακόμη και ορισμένες πεποιθήσεις –όπως ότι κοσμήματα συνόδευαν μόνο τις γυναικείες ταφές –καθώς ο συγκεκριμένος νεκρός είναι κτερισμένος με αρκετά κοσμήματα, όπως άλλωστε και ο γρύπας – πολεμιστής της Πύλου. «Θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ωστόσο, αν κρίνει κάποιος τόσο από την κατασκευή του τάφου όσο και από τα κτερίσματα, ότι ο νεκρός πρέπει να ήταν ένα σημαίνον πρόσωπο της εποχής. Ενας άνθρωπος εύπορος και με υψηλή κοινωνική θέση, που έχτισε τον τάφο του ενώ βρισκόταν εν ζωή» επισημαίνει η Αλεξάνδρα Χαραμή.
Το επόμενο βήμα για τους ερευνητές, οι οποίοι είχαν ενδείξεις για το εύρημα το 2012, κατά τη διάρκεια ελέγχου του χώρου πριν από την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου αλλά ανέσκαψαν φέτος, είναι να διαπιστώσουν αν στον φυλασσόμενο πλέον χώρο υπάρχουν κι άλλοι τάφοι ή αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο μνημείο. Εικάζουν, δε, ότι σχετίζεται με το ανακτορικό κέντρο του μυκηναϊκού Ορχομενού, από τον οποίο απέχει 3,5 χλμ. και το οποίο ήταν το ισχυρότερο κέντρο της βόρειας Βοιωτίας κατά τον 14 και 13ο αι. π.Χ.