«Το ήξερα από την πρώτη φορά που τον συνάντησα ότι ξεπερνούσε τον μέσο όρο. Ο Ζαν-Μισέλ είχε τα ψεγάδια του, ήταν άτακτος – θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει ανήθικο -, αλλά πέρα από αυτό είχε κάτι που υπήρχε μέσα του από τη στιγμή που γεννήθηκε: ήταν συνειδητοποιημένος για την ύπαρξή του». Ο μουσικός και σκηνοθέτης Μάικλ Χόλμαν γνώρισε τον Μπασκιά στην εφηβεία και μαζί δημιούργησαν την καλλιτεχνική μπάντα Gray στις αρχές του 1980. Eκτοτε, όπως λέει σε αφιέρωμα του βρετανικού «Observer», παρακολούθησε την πορεία ενός καλλιτέχνη που πρόλαβε στα 27 του χρόνια να γίνει εκατομμυριούχος, φίλος με τον Αντι Γουόρχολ και τελικά θύμα της ηρωίνης.
Για τον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, λοιπόν, που έζησε γρήγορα και έφυγε τάχιστα, στήνεται για πρώτη φορά μια μεγάλη έκθεση στο Λονδίνο. Λίγους μήνες μετά την ανοιξιάτικη δημοπρασία ενός πίνακά του (110,5 εκατομμύρια δολάρια, η πιο υψηλή τιμή για αμερικανό καλλιτέχνη) το Μπάρμπικαν φιλοξενεί τα έργα του καλλιτέχνη γκραφίτι και ζωγράφου στην έκθεση «Boom for Real». Στις 21 του τρέχοντος μήνα – και ύστερα από τετραετή έρευνα των επιμελητών -, η αναδρομική με πίνακες, βίντεο και ντοκιμαντέρ ανοίγει όλα τα κεφάλαια της ζωής και του ροκ εντ ρολ μύθου του.
Στα έργα του, γεμάτα με διφορούμενους κώδικες, κυριαρχεί η αμφισβήτηση της ταυτότητας (ειδικά του χρώματος), αλλά και δείγματα μιας τέχνης που πήρε ερεθίσματα από τη μουσική, τα κινούμενα σχέδια, το εμπόριο και τις διασημότητες. Κι όμως, υπήρξε μια εποχή που θεώρησαν τον Μπασκιά ελαφρύ. Τότε που τα μουσεία τον απέρριψαν ως έναν «ψεκαστήρα που χοροπηδούσε στον τοίχο». Πριν από μερικά χρόνια, άλλωστε, ένας εκπρόσωπος του οίκου Christie’s τον περιέγραψε «ως καλλιτέχνη που έχουν στις συλλογές τους αθλητές, ηθοποιοί, μουσικοί και επιχειρηματίες». Παραμένει, ωστόσο, ένας από τους λίγους μαύρους αμερικανούς ζωγράφους με διεθνή απήχηση, στον οποίο αναφέρεται η βιομηχανία του χιπ – χοπ: οι Jay-Z, Κάνιε Γουεστ, Νας βάζουν τίτλους έργων του στους στίχους τους, ενώ ο Τζόνι Ντεπ με τον Τζον ΜακΕνρο, τη Μαντόνα, την Ντέμπι Χάρι και τον Λεονάρντο ντι Κάπριο είναι κάτοχοι έργων του.
Αν και ο Μπασκιά ήταν εξαιρετικά παραγωγικός κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, τα μουσεία δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν το ταλέντο του. Ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης του ατομικής έκθεσης και του θανάτου του ήταν έξι χρόνια. Τα αντανακλαστικά των θεσμών της τέχνης δεν κινούνται τόσο γρήγορα.
Το Μουσείο Γουίτνεϊ στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, έχει δύο έργα στη συλλογή του. Αλλά όταν έγινε πρόταση στο MoMA να αποκτήσει το έργο του όταν ακόμη βρισκόταν εν ζωή, η επικεφαλής αρνήθηκε. Αργότερα παραδέχτηκε ότι η δουλειά του Μπασκιά πολύ προχωρημένη γι’ αυτή. «Δεν το αναγνώρισα τόσο μεγάλο, δεν έμοιαζε με τίποτα που ήξερα» είχε δηλώσει η Αν Τέμκιν.
ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΠΙΠΛΑ. Παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας στο Μπρούκλιν, με πατέρα από την Αϊτή και μητέρα από το Πουέρτο Ρίκο, ο επτάχρονος Μπασκιά μετά το διαζύγιο των γονιών του εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, όταν σε ένα στοίχημα τόλμησε να ρίξει αφρό ξυρίσματος στο κεφάλι του γυμνασιάρχη. Στα δεκαπέντε του έφυγε από το σπίτι και ξεκίνησε την περιπέτειά του στους δρόμους της Νέας Υόρκης του 1970, καταφεύγοντας σε υπαίθριους ύπνους στα πάρκα της πόλης. Το κέντρο της Νέας Υόρκης ήταν εκείνη την εποχή μια εκκεντρική, συναρπαστική Μέκκα των περιθωριοποιημένων καλλιτεχνών. Η πανκ σκηνή με επίκεντρο το κλαμπ CBGB έδινε θέση σε ό,τι πειραματικό εμφανιζόταν στην τέχνη, στο σινεμά και στη μουσική – από εδώ άλλωστε προέκυψε το χιπ – χοπ. Ολοι έβγαιναν έξω κάθε βράδυ, όλοι ήταν δημιουργικοί, όλοι ήθελαν να κάνουν κάτι σπουδαίο. Ανάμεσά τους και ο Μπασκιά. Μαζί με τον φίλο του από το γυμνάσιο Αλ Ντίαζ έκαναν γκραφίτι πάνω στα κτίρια στο κέντρο της Νέας Υόκης υπογράφοντας ως SAMO.
Αργότερα άρχισε να ζωγραφίζει μόνος του. Λόγω έλλειψης χρημάτων έκανε καμβά του παλιά έπιπλα και πάνελ που έβρισκε πεταμένα στους δρόμους, ακόμη και πόρτες, χαρτοφύλακες ή λάστιχα αυτοκινήτων. Ζωγράφιζε ακόμη και πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης και τους εσωτερικούς τοίχους του δωματίου του.
Είχε μια ανεξάντλητη ενέργεια, γι’ αυτό και ζωγράφιζε γρήγορα και πολλά έργα. Η άνοδός του συνέπεσε με μια συγκυρία που ευνόησε την τέχνη. Οι χρηματιστές προσπαθούσαν να επενδύσουν στην τέχνη και επισκέπτονταν εκθέσεις για να ανοίξουν νέες δουλειές. «Τον γνώρισα όταν πούλησε τον πρώτο του πίνακα» λέει η στενή φίλη του Σουζάν Μαλούκ, επίσης στο εξαντλητικό αφιέρωμα του «Observer». Ηταν η Ντέμπι Χάρι εκείνη που τον πλήρωσε 200 δολάρια για να τον αποκτήσει. Και λίγους μήνες αργότερα έβγαζε από κάθε έργο ζωγραφικής του 20.000 δολάρια, πουλώντας πιο γρήγορα από ό,τι μπορούσε να ζωγραφίσει. Τον παρακολούθησα να κάνει το πρώτο του εκατομμύριο. Από εκεί που κλέβαμε ψωμί και τρώγαμε μόνο ζυμαρικά, φτάσαμε να αγοράζουμε τρόφιμα γκουρμέ από το Dean & DeLuca. Το ψυγείο μας ήταν γεμάτο γλυκά και χαβιάρι. Στα 21 μας πίναμε σαμπάνια Κριστάλ. Ο Μπασκιά άφηνε σωρούς μετρητών γύρω από το διαμέρισμα, αγόραζε κοστούμια Armani και έκανε πάρτι με λόφους κοκαΐνης».