Ελαφρώς ριψοκίνδυνο εγχείρημα οι βιογραφίες μουσικών. Ο γραπτός λόγος μπορεί να αφηγηθεί τη δημιουργική ή περιπετειώδη ζωή τους, όταν πρόκειται όμως για το έργο τους, ενίοτε επανέρχεται εκείνο το αρχαίο ρητό, σύμφωνα με το οποίο «το να γράφεις για μουσική είναι σαν να χορεύεις για την αρχιτεκτονική». Οι ταινίες, τα biopics, πέφτουν συχνά σε μια παγίδα που απελευθερώνει τα θύματά της σαν παρωδίες του εαυτού τους και όλα αυτά επιδεινώνονται αν έχουμε να κάνουμε με τραγουδοποιούς που ζουν και γράφουν όσο πιο αντισυμβατικά μπορούν.
Στην περίπτωση του Νικ Κέιβ, οι απόπειρες εξιστόρησης του μύθου του αποδείχθηκαν ευτυχώς τόσο ιδιαίτερες όσο και ο ίδιος: το «20.000 days on Εarth» των Ιεϊν Φόρσαϊθ και Τζέιν Πόλαρντ θόλωνε γλυκά τα όρια μεταξύ ντοκουμέντου και δράματος, ενώ το «One more time with feeling» του Αντριου Ντόμινικ, που παρακολουθούσε τον Κέιβ σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του, έπειτα από τον χαμό του γιου του, αντάμειβε τους υπομονετικούς. Και καλά οι ταινίες και μάλιστα οι δουλεμένες: τι γίνεται όμως με τις στατικές εικόνες, με τα σχέδια ενός κομίστα που επιχειρεί να συνθέσει μια βιογραφία χωρίς τις συμβάσεις του είδους, φέρνοντας τον πρωταγωνιστή του απέναντι από τα δικά του δημιουργήματα; Μπορεί ένα τραγούδι και οι ήρωές του να ζωγραφιστούν;
Ο ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΟΣ. Ο Γερμανός Ράινχαρντ Κλάιστ τις διαθέτει τις περγαμηνές του. Από το 1994, όταν ακόμα ήταν 24 χρονών, έχει εκδώσει κάμποσα graphic novels θεματικού χαρακτήρα: τα αυτεξήγητα ως προς το περιεχόμενο «Lovecraft», «Amerika», «Αβάνα» ή «Κάστρο» (τα δύο τελευταία από τις εκδόσεις Γνώση) τον ανέδειξαν τόσο εντός της χώρας του όσο και εκτός. Ο Κλάιστ όμως είναι και μουσικόφιλος: το 2006 υπόγραψε τη βιογραφία «Johnny Cash, I see a darkness» (εκδόσεις Οξύ), έναν χρόνο αργότερα επανήλθε με το «Elvis» και κάπως έτσι άρχισε να θεωρείται κάτι σαν ειδικός. Η πρόσφατη ενασχόλησή του με τον Νικ Κέιβ εκκινεί από την αγάπη και τις γνώσεις του για τον μουσικό, δεν μπορεί όμως κανείς να αγνοήσει και τα επικείμενα 60ά γενέθλια του τελευταίου ή το ακόμα πιο έντονο εσχάτως (για μουσικούς και όχι μόνο λόγους) ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του. Οπως και να έχει, ο Κλάιστ σε σχετικές δηλώσεις του έλεγε πως κατά τη γνώμη του «μια ιστορία για τον Νικ Κέιβ θα πρέπει να καταλήγει σε Αποκάλυψη». Κατά τα άλλα, αυτό που τον γοητεύει ιδιαιτέρως στον ήρωά του είναι «το κίνητρό του, η εργασιομανία του, η μανία του να εξελίσσεται και να μη σταματά».
Το κόμικ «Nick Cave, Mercy on me» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ηλίβατον και Οξύ, σε μετάφραση Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη. Ενα από τα λάιτμοτιφ που το διατρέχουν είναι η αγωνία του πρωταγωνιστή του απέναντι στο ενδεχόμενο της κοινοτοπίας, της μετριότητας: ο φόβος ότι όλα θα μείνουν στάσιμα, ως έχουν. Ετσι, σε περισσότερες από τριακόσιες σελίδες και μέσα από σχέδια ασπρόμαυρα, ευφάνταστα, κάποτε σκληρά και εκρηκτικά και άλλοτε μουντά ή συννεφιασμένα, με γραμμή εμφατική αλλά πεντακάθαρη –σαν ένας Γουίλ Αϊσνερ στο πιο εξπρεσιονιστικό –ο Κλάιστ ξεκινά την αφήγησή του απεικονίζοντας έναν ψιλόλιγνο έφηβο κάπου στην Αυστραλία, που φυσικά και δεν αντέχει άλλο τους γονείς του. Ροκάρει μπροστά στον καθρέφτη, φοράει μπλουζάκι με τη στάμπα «μισώ κάθε μπάτσο σε αυτή την πόλη» και ονειρεύεται εαυτόν ως παράνομο, ως επαναστάτη, ως καπετάνιο κάποιου μαγεμένου πλοίου.
Βρισκόμαστε στο πρώτο κεφάλαιο του κόμικ που ονομάζεται «The Hammer Song» και που ακολουθείται από τα «Where the Wild Roses Grow», «And the Ass Saw the Angel», «The Mercy Seat» και «Higgs Boson Blues». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς λάτρης του Κέιβ για να καταλάβει ότι πρόκειται για τίτλους τραγουδιών ή μυθιστορημάτων του. Ούτε βέβαια είναι αυτά τα μόνα που εμφανίζονται στο «Nick Cave, Mercy on me»: στις σελίδες του μπορεί κανείς να «ακούσει» τα «Pleasure is the Boss», «Cabin Fever», «Tupelo», «Red Right Hand» και πόσα ακόμα.
ΗΡΩΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΛΑΝΙ. Το «τίποτα δεν λείπει από εδώ» δεν ισχύει ακριβώς. Ο Κλάιστ επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του ζωντανεύοντας τα τραγούδια του πρωταγωνιστή του, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τους δικούς του πρωταγωνιστές. Πραγματικότητα και μυθοπλασία (δημιουργημένη είτε από τον Κλάιστ είτε από τον Κέιβ) ενοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, που εδώ, ναι, απαιτείται να είναι κανείς γνώστης της ζωής και του έργου του ανδρός για να κατανοήσει πλήρως όσα εκρήγνυνται μπροστά του. Βλέπει κανείς τα πρώτα μουσικά βήματα του Κέιβ με τους Boys Next Door στη Μελβούρνη, αλλά και τις καλλιτεχνικές περιπέτειες των απογόνων τους, των Birthday Party, στο Λονδίνο. Συστήνεται με τη Lydia Lunch, τον Blixa Bargeld, τον μακαρίτη Ρόουλαντ Χάουαρντ ή την Ανίτα Λέιν, αλλά και με την Ελίζα Ντέι, τη δολοφονημένη ομορφονιά ενός μεσαιωνικού μύθου που πρωταγωνίστησε στο «Where the Wild Roses Grow». Βαδίζει στο χιόνι του Κρόιτσμπεργκ, στο Βερολίνο, αγγίζει φλέβες ποτισμένες από ηρωίνη αλλά και μελάνι, ενώ ακούει και τον ασταμάτητο ήχο της γραφομηχανής από τα χρόνια που το μυθιστόρημα «Η δε όνος είδεν άγγελον» (εκδ. Τυφλόμυγα, 2010) πάσχιζε να πάρει εικόνα και μορφή. Σε μια σελίδα, οι στίχοι ενός τραγουδιού αποκτούν υλική υπόσταση και εκτοξεύονται από τη μουσική σκηνή, διαπερνώντας τα κορμιά του κοινού σαν μαχαίρια.
«Ποιος είσαι, τέλος πάντων, άνθρωπέ μου;» ρωτάει προς το φινάλε τον πρωταγωνιστή μας ο μπλουζίστας Ρόμπερτ Τζόνσον, που έχει ήδη κάνει τη μαγική εμφάνισή του. «Σ’ αυτή την ιστορία, είμαι κι εγώ ένας ήρωας που έπλασα ο ίδιος» αποκρίνεται ο Νικ Κέιβ. Το νόημα των λόγων του το εξηγούσε ο Ράινχαρντ Κλάιστ σε εκείνες τις δηλώσεις περί της αίσθησης της Αποκάλυψης που θα πρέπει να έχει η ιστορία του: «Την εννοώ με τη μεταφορική έννοια κι έχει να κάνει με το να δημιουργείς κόσμους και να ζεις μέσα από τους ήρωές τους» έλεγε. Οπως ήταν αναμενόμενο, ο πρωταγωνιστής του, που στο κόμικ από ένα σημείο και μετά εμφανίζεται σαν περιπλανώμενος ιεροκήρυκας, δεν είχε πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση. Συνεργάστηκε με τον Κλάιστ για τη δημιουργία του «Mercy on me», του έδωσε βιογραφικές πληροφορίες και δημιουργικές συμβουλές και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, έκανε ένα σχόλιο απολύτως επιβεβαιωτικό της αξίας που έχουν όσα έργα συγχωνεύουν επιτυχώς πραγματικότητα και φαντασία. «Ο Ράινχαρντ Κλάιστ», έλεγε ο Κέιβ, «σπουδαίος κομίστας και μυθοπλάστης, κατέρριψε για άλλη μια φορά τις συμβάσεις του graphic novel, πλάθοντας έναν τρομερό συγκερασμό από τραγούδια, μισές αλήθειες και πλήρη επινοήματα, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο, ανατριχιαστικό και εντελώς αλλόκοτο ταξίδι. Σίγουρα είναι πιο κοντά στην αλήθεια από οτιδήποτε άλλο. Για την ιστορία, όμως, ποτέ δεν σκότωσα την Ελίζα Ντέι».
info
Το κόμικ «Nick Cave, Mercy on me» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ηλίβατον και Οξύ, σε μετάφραση Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη