Πολλά μπορεί να πει κανείς για την επίδραση του σερ Πίτερ Χολ στο βρετανικό και ευρωπαϊκό θέατρο του δεύτερου μισού του αιώνα. Για παράδειγμα, ότι το 1960 ίδρυσε τη Royal Shakespeare Company, την οποία διηύθυνε μέχρι το 1968. Οτι το 1973 διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας, παραμένοντας επικεφαλής του για δεκαπέντε χρόνια και μεταφέροντάς το από το Old Vic σε έναν ειδικά κατασκευασμένο χώρο με τρεις σκηνές, στη νότια όχθη του Τάμεση. Οτι στα 25 του κιόλας, το 1955, ανέβασε σε παγκόσμια πρώτη το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, ενώ αργότερα θα γινόταν και ο ξένος σκηνοθέτης με τις περισσότερες παραστάσεις στην Επίδαυρο.
Αγωνιζόταν σκληρά ώστε να διατηρηθεί η δημόσια χρηματοδότηση των τεχνών και βοήθησε πολλούς θεατρικούς συγγραφείς και ηθοποιούς στα πρώτα τους βήματα. Στην εξηκονταετή καριέρα του, οι παραγωγές που ανέβασε ξεπέρασαν τις 180. Κάτι αφήνουν απέξω όμως οι «τεχνικές» πληροφορίες για έναν σκηνοθέτη που κάποτε φέρεται να δήλωσε ύστερα από ερώτηση γιατί ασχολήθηκε με το θέατρο: «Επειδή είναι έντιμο. Είναι από τα λίγα μέρη όπου μια ομάδα ανθρώπων συναντιέται και βιώνει μια κοινή εμπειρία κάτω από απόλυτη ειλικρίνεια. Δεν έχει υποκρισία σαν την πολιτική και δεν είναι παθητικό όπως η τηλεόραση».
Η ΠΡΩΤΗ ΣΠΙΘΑ. Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1930 στο Σάφοκ της Αγγλίας, μοναχοπαίδι ενός σιδηροδρομικού υπαλλήλου, δεν είχε πολλές ευκαιρίες για επαφή με την τέχνη. Κατόρθωσε ωστόσο να πάρει μια υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ενώ ήδη από τα μαθητικά του χρόνια είχε την όρεξη να οργανώνει τους συμμαθητές του σε μικρές μπάντες και θιάσους. Στα 15 του παρακολούθησε στο Shakespeare Memorial Theatre μια παραγωγή του «Αγάπης αγώνας άγονος», την οποία είχε σκηνοθετήσει ο έξι χρόνια μεγαλύτερός του Πίτερ Μπρουκ και, όπως θα αποκάλυπτε αργότερα, ήταν εκείνη ακριβώς η μέρα που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική διεύθυνση.
Οταν ίδρυσε τη Βασιλική Εταιρεία Σαίξπηρ, η πρωτοποριακή προσέγγισή του στα έργα του Βάρδου είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται. Εκτός από τα μεγάλα, ανέβασε και σύγχρονες διασκευές τους, όπως ο «Πόλεμος των ρόδων» ή μια εκδοχή του «Ονείρου θερινής νυκτός» που βασιζόταν στη λογική του τσίρκου. Στη συνέχεια, η ακτίνα της σκηνοθετικής του δράσης θα περιελάμβανε από έργα ριζοσπαστικά για την εποχή, του Μπέκετ, του Αλμπι και του Πίντερ (ανέβασε σχεδόν όλα τα έργα του), μέχρι παραγωγές εμπορικές, όπως το «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ.
Εκτός από τα αμιγώς καλλιτεχνικά επιτεύγματά του, η ανέγερση του σύγχρονου κτιρίου του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας ήταν στη δεκαετία του 1970 μια περιπετειώδης ιστορία, γεμάτη οικονομικά εμπόδια ή συγκρούσεις με συνδικάτα, που, όπως αποκαλύφθηκε από τα ημερολόγιά του, επηρέασαν τη σωματική και ψυχική υγεία του. Εστω κι έτσι, ο βρετανός σκηνοθέτης από πολλούς θα μνημονευόταν για τον εξωστρεφή χαρακτήρα και την εγκαρδιότητά του και από άλλους θα κατηγορούνταν για τον πλούσιο τρόπο ζωής («σοσιαλιστή της σαμπάνιας» τον είπαν κάποτε).
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Τίποτε από τα τελευταία δεν έγινε αντιληπτό στην εδώ παρουσία του, στην Επίδαυρο, όπου μετά την «Ορέστεια» του 1982 επέστρεφε γοητευμένος για να ανεβάσει «Λυσιστράτη», αμφότερους τους «Οιδίποδες», τις «Βάκχες» το 2002, αλλά και «Κυμβελίνο», «Χειμωνιάτικο παραμύθι» και «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Οι συνεργασίες του με τον Διονύση Φωτόπουλο ήταν επίσης σημαντικές: ο 15ωρος «Τάνταλος» του Τζον Μπάρτον, έργο βασισμένο στην ελληνική μυθολογία, είναι μία από αυτές.
Η τελευταία του παραγωγή στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας ήταν η «Δωδέκατη νύχτα» το 2011. Λίγο αργότερα διαγνώστηκε με άνοια. Πέθανε την περασμένη Δευτέρα στο νοσοκομείο του University College του Λονδίνου, περιστοιχισμένος από την οικογένειά του –από τους τέσσερις γάμους του είχε αποκτήσει έξι παιδιά και εννέα εγγόνια. Είχε προλάβει να καταπιαστεί με όπερα, κινηματογράφο και τηλεόραση και, κυρίως, να πρωτοπορήσει όσο λίγοι στο βρετανικό και το ευρωπαϊκό θέατρο κάνοντας γνωστά στο κοινό έργα που αργότερα θα γίνονταν κλασικά. Το εξηγούσε καλύτερα ο νυν καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου: «Ολοι μας στεκόμαστε στους ώμους γιγάντων» έλεγε ο Ρούφους Νόρις. «Και οι ώμοι του Πίτερ Χολ στήριξαν ολόκληρο το βρετανικό θέατρο όπως το γνωρίζουμε».