Οι ντόπιοι στηρίζουν με όση θέρμη μπορούν τη διοργάνωσή τους. Πέρυσι, στον δρόμο για την αίθουσα, επειδή έτυχε να βρεθώ μακριά από το κέντρο της πόλης, μπήκα σε ένα ταξί και ο οδηγός άρχισε, σε οργισμένο τόνο, να μου λέει πως «κανείς δεν πρόκειται να μας πάρει το Φεστιβάλ από την πόλη» –λες και υπήρξε ποτέ κάποιος τόσο σοβαρός «κίνδυνος». Στην οθόνη πρωταγωνιστούν ιστορίες προσωπικές, ερωτικές, εσωτερικές. Αλλά και πολιτικός λόγος, και ανησυχία για το μέλλον, και η Ελλάδα της κρίσης, πανταχού πρωταγωνίστρια, είτε σε πρώτο ρόλο είτε στο φόντο. Ολα αυτά σε ταινίες που φτιάχνονται με λίγα χρήματα, με χώμα και νερό, δηλαδή «αντάρτικα». Μια παρέα φίλων που ξεκινάει μια περιπέτεια, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μιλήσουν γι’ αυτό που τους (μας) συμβαίνει σε μια Ελλάδα που διαρκώς αλλάζει. Το μεγάλο γεγονός βέβαια είναι πως το Φεστιβάλ Δράμας κλείνει, φέτος, τα 40 του χρόνια. Από τις συνολικά 224 αιτήσεις που κατατέθηκαν (αριθμός που ξεπερνά τις περσινές υποβολές), επιλέχθηκαν 66 ταινίες που θα διεκδικήσουν τα βραβεία της γενέθλιας διοργάνωσης.
Tα μέλη της φετινής προκριματικής επιτροπής είναι οι Ανδρέας Πάντζης (σκηνοθέτης), Ρόμπυ Εκσιέλ (δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου), Πάνος Παππάς (σκηνοθέτης), Ανδρέας Σινάνος (διευθυντής φωτογραφίας) και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Δράμας Αντώνης Παπαδόπουλος. Για την περίσταση επιλέξαμε να μιλήσουμε με δυο σκηνοθέτες που «ανεβαίνουν» στο Φεστιβάλ για πρώτη φορά, αν και οι ίδιοι είναι «δοκιμασμένοι» στο δύσκολο γήπεδο.

Γιάννης Χαριτίδης, σκηνοθετεί τον «Cowboy»
«Το σινεμά αποκόπτεται από την κοινωνία»
Δεν έχω πάει ποτέ στη Δράμα και, πλέον, θα έχω αρκετούς φίλους πάνω με ταινίες δικές τους. Μεγάλος πηγαίνω, πολλοί φίλοι πήγαιναν κι ας μην είχαν ταινίες, εγώ, κάτι η δουλειά, κάτι τα τρεχάματα, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία. Ουσιαστικά, μου έχουν πει ήδη πως θα περάσουμε τέλεια πάνω: Θα βγαίνουμε, θα βλέπουμε ταινίες και θα μιλάμε γι’ αυτές. Τι καλύτερο; Είχα κάνει αρκετές για άλλα φεστιβάλ και δεν είχα στόχο να κάνω μικρού μήκους. Αλλά έτυχε σε ένα ταξίδι που έκανα με δυο φιλαράκια να πέσει στα χέρια μου ένα σενάριο. Και με το που το διάβασα, πήρα τηλέφωνο τον Θάνο Τοκάκη και του είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνω αυτή την ταινία, ο κόσμος να χαλάσει. Που τελικά χάλασε: πήγαν όλα ανάποδα, η ιστορία, να φανταστείς, ξεκίνησε το 2014. Αλλά τελικά την έκανα και χάρηκα πολύ. Οπως και να το κάνεις, τα βραβεία και οι διακρίσεις βοηθούν. Ενα βραβείο με έκανε να συνεχίσω να κάνω σινεμά, όταν δηλαδή με την πρώτη μου ταινία πήρα το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Νάουσας («Ηρόστρατος», 2009). Και φυσικά ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης, που μόλις την είδε μου είπε «βγάλε τα κοστούμια και πήγαινε να γίνεις σκηνοθέτης», μια και τότε έκανα άλλη δουλειά. Το να κάνεις ταινίες για να πάρεις βραβείο βέβαια είναι άλλο ζήτημα. Ολα τα φεστιβάλ σήμερα είναι σε μια παράλληλη ζωή με τον κινηματογράφο, κάτι που δεν υπήρχε παλιά. Μπορεί, ας πούμε, το «Dirty Harry» να μην πήρε κανένα βραβείο, αλλά αυτό γράφει την ιστορία του κινηματογράφου. Μια ταινία που παίρνει 100 βραβεία μπορεί και να μην τη δει κανένας. Τα φεστιβάλ σήμερα αφορούν την κινηματογραφική κοινότητα που εξετάζει το σινεμά σαν ένα πείραμα. Παλιά το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ το έβλεπαν και με πασατέμπο στα θερινά –μιλάω για τον λαϊκό κόσμο. Σήμερα τα βραβεία μπορούν να οδηγήσουν σε αναγνώριση –αλλά χωρίς αυτό να συνεπάγεται εισιτήρια. Νομίζω δηλαδή πως το σινεμά αποκόπτεται από την κοινωνία σιγά σιγά. Από την άλλη, σε ένα φεστιβάλ γνωρίζεις ταινίες που αξίζει να μαθευτούν σε ένα ευρύτερο κοινό, που ύστερα από 15 χρόνια μπορεί και να γίνουν mainstream. Οπότε κρατώ την κοινωνική συναναστροφή και τη χαρά των φίλων. Δεν σκέφτομαι τα βραβεία. Παλιά τα σκεφτόμουν και μου έκανε κακό.
Φαίδωνας Γκρέτσικος,σκηνοθετεί το «Brazuca»
«Το σινεμά σήμερα είναι πιο “γυαλισμένο”»
Πρώτη φορά πηγαίνω και μια σχετική προσμονή την έχω, αφενός για να δω αρκετές από τις ταινίες που παίζονται, κι έπειτα έχω ακούσει πως και η ατμόσφαιρα μετράει. Η «Brazuca» έχει κι αυτή, όπως κι ο «Ερικ» (Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2016), μια ξώφαλτση σχέση με το ποδόσφαιρο, ωστόσο ειλικρινά δεν έχω κάποια τέτοια εμμονή. Είχα διάφορες ιδέες, αποπειράθηκα να προχωρήσω λίγο παραπάνω κάποιες απ’ αυτές, αλλά τις παρατούσα γρήγορα. Τελικά όταν το άφησα για λίγο, μου ήρθε αυτή η ιδέα, μου άρεσε πολύ και την έβαλα μπροστά. Η συνεργασία με τον πιτσιρικά (Μπόικο Πασκάλεφ) ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Κατ’ αρχάς, είχαμε μια επαγγελματική σχέση. Κατάλαβε πολύ καλά ποιος είναι ο ρόλος του και στην ταινία. Αλλωστε ήταν ήδη πολύ ενθουσιώδης με την όλη φάση, δεν χρειαζόταν να το δει και σαν παιχνίδι για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του. Αποτελεί ούτως ή άλλως πρόκληση το να δουλεύεις με ένα παιδί, αλλά το βασικό για μένα ήταν να είμαστε πρώτα συνεργάτες και μετά φίλοι. Στην ταινία υπάρχουν και πολλά που πρότεινε ο ίδιος. Μου εξηγούσε, ας πούμε, πως κάποιες ατάκες μπορούσαν να διαμορφωθούν έτσι ούτως ώστε να ακούγονται πιο φυσικά. Με έφερε, με άλλα λόγια, πιο κοντά στη δική του γενιά, αφού όπως είναι φυσικό έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε που εγώ ήμουν παιδί. Οσο για το σινεμά, θεωρώ πως σήμερα είναι λίγο πιο δειλό. Ή πιο «γυαλισμένο». Σήμερα, όταν λέμε πως κάποιος έκανε μια «καλή» ταινία, εννοούμε πως είναι άρτια τεχνικά. Κάπου στον δρόμο χάνεται η ειλικρίνεια.

info

Το Φεστιβάλ Δράμας αρχίζει στις 18 Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνεται στις 23 του μήνα. Πληροφορίες: http://www.dramafilmfestival.gr/