Η ημερολογιακή έλευση του φθινοπώρου συνέπεσε φέτος με την πολιτική. Από τις φιέστες του Μακρόν και της Θεσσαλονίκης και από τις συζητήσεις περί κομμουνιστικών εγκλημάτων και σχέσης του σημερινού Πρωθυπουργού με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ζωή έριξε ήδη την κυβέρνηση στα βράχια της (νέας) αξιολόγησης και της (αβέβαιης) σχέσης με το Μνημόνιο.
Κατά τη γνώμη μου, τρεις είναι οι μεγάλες προκλήσεις με βάση τις οποίες θα καθορισθούν η δυνατότητα ανάκαμψης αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις. Και βιάζομαι να πω ότι ούτε οι μεν ούτε οι δε μοιάζουν, αυτή τη στιγμή, ευοίωνες.
Η πρώτη πρόκληση αφορά τις τράπεζες και τη σχέση τους με την πραγματική οικονομία. Μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη και στην πολιτική θεωρητικολογία, ξέφυγαν από την προσοχή μας δύο βαριές και στενά συνδεόμενες εξελίξεις: το πιο έντονο (ίσως τρίτο και τελευταίο) καμπανάκι για τα κόκκινα δάνεια και το ξαφνικό άνοιγμα από το ΔΝΤ συζήτησης/επιταγής για τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση. Είναι προφανές ότι, παρά την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου και κανονιστικών ρυθμίσεων, η πρόοδος στο μεγάλο αγκάθι των κόκκινων δανείων είναι πολύ μικρή, με βασικές αιτίες την παρατεινόμενη αστάθεια της ελληνικής οικονομίας και τη βαριά διαδικασία που, μοιραία ίσως, έχει επικρατήσει. Αν δε βελτιωθεί το κλίμα και δεν γίνουν ενέργειες με φαντασία από τους αρμόδιους φορείς, αντί για ανακούφιση των τραπεζών και άρδευση των επιχειρήσεων, η υπόθεση κινδυνεύει να καταλήξει απλώς σε επενδυτική ευκαιρία για ορισμένους οίκους του εξωτερικού. Και αυτό, πέρα από την κοινωνική διάσταση, θα έδινε ένα παραπάνω επιχείρημα στο ανοιχτά εχθρικό πλέον, λόγω κυβερνητικής «διαπραγμάτευσης», ΔΝΤ για τη νέα ανακεφαλαιοποίηση που ζητά. Είναι επίσης προφανές, αλλά και από μια άποψη ακατανόητο, πως η κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμάχεται το μεγάλο εσωτερικό της στήριγμα σε αυτόν τον δύσκολο αγώνα: την Τράπεζα της Ελλάδος και τον σημαντικό ρόλο που παίζει εντός του τελευταίου, αναγκαστικά μάλλον, συμμάχου μας, του ΔΝΤ.
Εξίσου γνωστό ως προς τις απαιτήσεις του και αντιφατικό ως προς τους κυβερνητικούς χειρισμούς είναι το πεδίο των επενδύσεων. Η όψιμη φιλοεπενδυτική «στροφή» του Πρωθυπουργού –απόλυτα συγκυριακή και αποκλειστικά φραστική, κατά τη γνώμη μου –κάθε άλλο παρά ακολουθείται από αντίστοιχη αλλαγή πρακτικής εκ μέρους των λοιπών αξιωματούχων (με την κρίσιμη αλλά μεμονωμένη εξαίρεση του υφυπουργού Ανάπτυξης), των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος και του κρατικού μηχανισμού. Τα πρόσφατα παραδείγματα του Ελληνικού και των μεταλλείων χρυσού στη Βόρεια Ελλάδα είναι παραπάνω από εύγλωττα: οι δυο μεγάλες αυτές επενδύσεις όχι μόνο κινδυνεύουν –στην πραγματικότητα τις διώχνουμε –αλλά απειλούν όλη την εικόνα της χώρας μας. Κι εδώ φοβάμαι πως, λόγω των γνωστών ιδιαιτεροτήτων του κυβερνώντος κόμματος, η αλλαγή νοοτροπίας είναι σχεδόν αδύνατη.
Το τρίτο πεδίο συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορη την κυβέρνηση, της το θύμισε όμως η επίσκεψη Μακρόν. Η Ευρώπη αλλάζει –για την ακρίβεια, μετά τις γερμανικές εκλογές, ΘΑ αλλάξει ταχύτατα. Δυστυχώς στο γαλατικό χωριό μας όχι μόνο δεν αντιλαμβανόμαστε τα μηνύματα των καιρών (ο γάλλος πρόεδρος «έδειξε» πολύ βαθύτερο μοίρασμα κυριαρχίας, την ώρα που ο Πρωθυπουργός μας περηφανευόταν ότι το κόμμα του άλλαξε την Ευρώπη), αλλά και κλείνουμε τ’ αφτιά μας στις πραγματικές ανάγκες. Που συνοψίζονται σε μια φράση: λιγότερα λόγια, περισσότερα κοινά έργα -το αντίθετο δηλαδή της κυβερνητικής πρακτικής.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος