«Το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να ψάχνω και για άλλες πετσέτες». Ο Κλίφορντ Κράους, δημοσιογράφος των «New York Times» και μόνιμος κάτοικος του Μπελέρ στο Τέξας, είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς που είδε το σπίτι του να καταστρέφεται από τον τυφώνα Χάρβεϊ. Λίγο αργότερα χτυπήθηκαν και πολλές άλλες πολιτείες στις ΗΠΑ από τον Χάρβεϊ, τον τυφώνα Ιρμα και άλλους –με τις ζημιές να ανέρχονται σε πολλά δισεκατομμύρια.

«Δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσαμε να κάνουμε», αφηγείται ο Κράους στην εφημερίδα. «Η γυναίκα μου γελούσε με την προσπάθειά μου να βάλω σε όλα τα παράθυρα τυλιγμένες πετσέτες, μου έλεγε ότι είναι σαν να βάζεις τσιρότο σε πληγή από σφαίρα. Μέσα σε μια ώρα, το βρώμικο νερό είχε καλύψει τα πάντα και είχε ήδη ύψος 30 εκατοστών μέσα στο σπίτι μας, που βρωμούσε σαν βάλτος».

Το ζευγάρι μαζί με τη 12χρονη κόρη τους Εμιλι δεν μπορούσαν να μείνουν πλέον εκεί. Βρήκαν καταφύγιο σε σπίτι φίλων. Δύο εβδομάδες μετά, το σπίτι στεγνώνει, οι τοίχοι έχουν ξυστεί σε βάθος και έχει μείνει μόνο ο ξύλινος σκελετός, ενώ το παρκέ έχει ξηλωθεί πλήρως. Ετοιμάζονται να μετακομίσουν σε ένα διαμέρισμα μέχρι να φτιαχτεί το σπίτι –κάτι που θα τους κοστίσει πολύ ακριβά: νέα παράθυρα, νέες οικιακές συσκευές, κουρτίνες και πολλά άλλα. «Εάν πολλαπλασιάσετε αυτά που πάθαμε εμείς επί χιλιάδες φορές θα αρχίσετε να καταλαβαίνετε το πλήγμα που δέχθηκε το Χιούστον, η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη στις ΗΠΑ», εξηγεί ο Κράους. «Η αξία των σπιτιών κατέρρευσε, χάθηκαν εκατομμύρια αποδείξεις για την Εφορία, που σημαίνει ότι θα επιβαρυνθούμε πάρα πολύ οικονομικά, σχολεία καταστράφηκαν, αμέτρητα καταστήματα έκλεισαν για να γίνουν επιδιορθώσεις, τα εστιατόρια είναι άδεια, έχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις λεηλασιών. Και τώρα τα ίδια αντιμετωπίζουν και οι κάτοικοι της Φλόριδας».

Οι ζημιές στο Τέξας είναι μεγαλύτερες από όσες μπορούμε να φανταστούμε. Το ταξίδι με αυτοκίνητο διαρκεί πολύ περισσότερες ώρες από το συνηθισμένο –κλειστοί δρόμοι που έχουν καταστραφεί ή δέντρα που έχουν πέσει αναγκάζουν τους οδηγούς να κάνουν διαρκώς παρακάμψεις. Κάποια διυλιστήρια παραμένουν κλειστά ή υπολειτουργούν και φυσικά οι τιμές της βενζίνης έχουν εκτοξευθεί.

«Πέραν από τις οικονομικές απώλειες», παρατηρεί ο κάτοικος της πληγείσας περιοχής, «ο τυφώνας είναι σαν να εξέθεσε τους σκελετούς της ζωής μας όπως τα ξύλινα πλαίσια στους κατεστραμμένους στοίχους μας. Μας έδειξε τα όρια της υπομονής μας, της ασφάλειάς μας, μαζί με την εξάρτησή μας από έναν εργολάβο και τους εργάτες του. Μας έδειξε και τα εσωτερικά μας όρια. Η μικρή δεν έχει πια δικό της δωμάτιο και χάθηκε από τους περισσότερους φίλους της που απομακρύνθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους από την περιοχή. Βαριέται και έχει μούτρα. Η σύζυγός μου Πάολα, συνήθως πολύ κοινωνική, αρνείται συνεχώς προσκλήσεις φίλων για φαγητό».

Η οικογένεια σκέφτεται και όλα αυτά που άφησε πίσω. Καθώς τα νερά σκέπαζαν τον πρώτο όροφο, έπρεπε να επιλέξουν τι ήθελαν να σώσουν και τι να αφήσουν να καταστραφεί. Δίπλωσαν γρήγορα το περσικό χαλί και το ανέβασαν στον πάνω όροφο μαζί με βιβλία, CD και δύο μικρά τραπέζια. Οι καναπέδες ήταν πολύ βαρείς για να σωθούν, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να ανεβάσουν μια βαριά δερμάτινη πολυθρόνα και να την προστατέψουν.

Οταν τα νερά υποχώρησαν, ξεκίνησε ένας καινούργιος αγώνας. Καθώς χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να διορθώσουν τις ζημιές, άρχισαν να αναζητούν συνεργείο για να ξηλώσει πατώματα και τοίχους. «Μπήκαμε σε ανταγωνισμό με τους γείτονές μας για να ξηλώσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, να αποφύγουμε τη μούχλα, ενώ την ίδια ώρα συζητούσαμε μαζί τα βάσανά μας, ανταλλάσσαμε ιστορίες και ποτά. Οπου βρίσκαμε εργολάβο τον προσλαμβάναμε χωρίς πολλά πολλά, αφού δεν είχαμε χρόνο για χάσιμο. Κατόπιν αρχίσαμε τα τηλέφωνα στις ασφαλιστικές εταιρείες. Πολλοί ανακάλυψαν ότι δεν είχαν σκεφθεί να περιλαμβάνει η ασφάλειά τους την περίπτωση πλημμύρας, αλλά και εμείς που είχαμε διαπιστώσαμε πως δεν καλύπτει το ποσό για τη διαμονή μας σε άλλο σπίτι μέχρι να φτιαχτεί το δικό μας, κάτι που θα πάρει μήνες».

Βέβαια όλα αυτά έπαιρναν διαφορετικές διαστάσεις όταν η οικογένεια των Κράους άκουγε τις ιστορίες των άλλων. Εκείνων που έχασαν ανθρώπους, οικογενειών που δεν μπορούν να ξαναφτιάξουν τα σπίτια τους, ατόμων που έχασαν τις επιχειρήσεις τους και τώρα δεν έχουν κανένα πόρο για να ζήσουν. Και είναι πολλοί.