Με καθυστέρηση 16 ωρών και με τρόπο αναποτελεσματικό στήθηκαν τα αντιρρυπαντικά φράγματα στη θαλάσσια περιοχή της Σαλαμίνας. Αυτό καταγγέλλουν αυτόπτες μάρτυρες και κάτοικοι του νησιού και οι εξελίξεις τούς επιβεβαιώνουν: κατά τη διάρκεια της χθεσινής ημέρας οι αρμόδιοι «κυνηγούσαν» την ανεξέλεγκτη πετρελαιοκηλίδα στις ακτές της Αττικής, στο Ελληνικό, στη Γλυφάδα, στον Αγιο Κοσμά και στο Καλαμάκι, όταν προχθές διαβεβαίωναν ότι το μαζούτ στα ανοιχτά της θάλασσας έχει οριοθετηθεί. Και όλα αυτά ενώ επικρατούσαν ιδανικές καιρικές συνθήκες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οσο οι ώρες περνούν, οι φόβοι για ενδεχόμενη μόλυνση ολόκληρου του Σαρωνικού ενισχύονται. Η οικολογική καταστροφή όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά ουδείς γνωρίζει πού θα σταματήσει…
ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ. «Το τρομακτικό σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι όλη αυτή τη ζημιά την έχουν κάνει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, 300 τόνοι πετρελαίου. Μια μικρή ποσότητα που διέρρευσε κοντά στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και έφτασε σχεδόν μπροστά στο επιχειρησιακό κέντρο του υπουργείου Ναυτιλίας. Προκύπτουν πάρα πολλά ερωτηματικά για τον βαθμό κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού. Αν κυνηγάμε μια τέτοια πετρελαιοκηλίδα στη Γλυφάδα και στον Αγιο Κοσμά, πώς θα αντιδράσουμε σε ένα ενδεχόμενο μεγαλύτερο ατύχημα…;», λέει στα «ΝΕΑ» ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
Από την πλευρά της, η δήμαρχος Σαλαμίνας Ισιδώρα Νάννου Παπαθανασίου έκανε από νωρίς λόγο για σημαντική καθυστέρηση τόσο στην ενημέρωση του Δήμου από τις Αρχές –κάτι που δεν επέτρεψε την έγκαιρη κινητοποίηση των υπηρεσιών του –όσο και στην αξιολόγηση του κινδύνου να μεταφερθεί το μαζούτ με τον άνεμο σε άλλο σημείο. «Επρεπε να υπάρξει μεγαλύτερη και ταχύτερη κινητοποίηση» τονίζει. «Από την πρώτη στιγμή το λέγαμε –δεν το λέγαμε απλώς, το φωνάζαμε γιατί είχα αυτήν την αγωνία. Η θάλασσα ρέει. Το πετρέλαιο διαφεύγει», σημειώνει προσθέτοντας ότι «ακόμη «δεν μας έχουν πει επισήμως τι ποσότητα μαζούτ διέρρευσε στη θάλασσα».
Ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης είναι ότι χθες στη Σαλαμίνα, εκτός από τα 20 αντιρρυπαντικά πλοιάρια μετέβη και ένα πλοίο ειδικών καταστάσεων από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρόκειται για το «ΑΚΤΑΙΑ Oil Spill Response Vessel», το οποίο είναι εξοπλισμένο με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας και ραντάρ, μπορεί να αντλεί μέχρι και 4000 κ.μ. πετρελαίου και να επιχειρεί και κατά τις νυχτερινές ώρες. Παρ’ όλ’ αυτά οι κάτοικοι του νησιού ζητούσαν περισσότερα σκάφη και εργατικό δυναμικό, καθώς από τη στιγμή που το μαζούτ διεσπάρη και σε άλλες ακτές της Αττικής, ορισμένα συνεργεία έφυγαν από το νησί για να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των νέων περιστατικών.
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ. Η Ισιδώρα Νάννου Παπαθανασίου επισήμανε ότι ο Δήμος Σαλαμίνας θα στραφεί κατά παντός υπευθύνου για την καταστροφή που προκλήθηκε, ενώ στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται ότι θα κινηθούν τόσο ο Δήμος Γλυφάδας όσο και ο Δήμος Πειραιά. Οπως δήλωσε ο δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Μώραλης σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά 90.1, «θα τα ψάξουμε όλα, διότι μάλλον έχουν γίνει και κάποια λάθη. Δεν μπορώ να πω αν είναι από το Λιμενικό, από τις εταιρείες ή οποιονδήποτε, αλλά για να επεκταθεί και να ξεφύγει η κατάσταση πρέπει να έχουν γίνει λάθη. Δεν ήταν ο καιρός δύσκολος, δεν είχαμε πάρα πολύ αέρα. Πρέπει να δούμε το θέμα του πλοίου, την άδειά του, τους νηογνώμονες, πώς φόρτωσε, αν είναι ασφαλισμένο κ.λπ. Δεν μπορεί μόλις καθαρίσουν οι ακτές να το ξεχάσουμε. Πρέπει να το εξετάσουμε και να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του κάποια στιγμή». Ο ίδιος εξήγησε ότι για τον καθαρισμό των παραλιών του Πειραιά θα χρειαστούν από 15 έως 20 ημέρες και αυτό με την προϋπόθεση ότι δεν θα σημειωθεί άλλη διαρροή.
Ολοι πλέον ζητούν να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη. Οι επόμενες ημέρες θεωρούνται κρίσιμες. Θα χρειαστεί να δοθεί μάχη με τον χρόνο για να αποτραπούν η ανήκεστος βλάβη στο οικοσύστημα και οι σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Και όλοι ελπίζουν ότι μετά τις αρχικές καθυστερήσεις οι καιρικές συνθήκες θα σταθούν σύμμαχος στον περιορισμό της οικολογικής καταστροφής.
«Μία χώρα με μεγάλη θαλάσσια κυκλοφορία –διελεύσεις δεξαμενόπλοιων και άλλων σκαφών –παρουσιάζεται ανέτοιμη να αντιδράσει έγκαιρα, προστατεύοντας τον θαλάσσιο πλούτο και τις ακτές της, ακόμη και σε ένα περιστατικό που αρχικά ήταν σχετικά περιορισμένης έκτασης», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η περιβαλλοντική οργάνωση WWF. «Με τη διάθεση της Ελλάδας να επενδύσει στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι κατά πόσον η χώρα μας θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα πολύ μεγαλύτερο ατύχημα πετρελαϊκής ρύπανσης».
Αμεσες ήταν και οι αντιδράσεις των κομμάτων. Τη συνεδρίαση της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής, ώστε να υπάρξει πλήρης ενημέρωση και να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για την απορρύπανση της θαλάσσιας περιοχής, ζήτησε η Νέα Δημοκρατία μέσω του εκπροσώπου της Βασίλη Κικίλια και επισήμανε ότι το υπουργείο Ναυτιλίας απεδείχθη κατώτερο των περιστάσεων. Το ΠΑΣΟΚ σημείωσε ότι «η ανικανότητα της κυβέρνησης και του υπουργείου Ναυτιλίας δεν έχουν όριο» και πρόσθεσε ότι «οι κάτοικοι της Σαλαμίνας και του Πειραιά αισθάνονται απροστάτευτοι και η οργή ξεχειλίζει», ενώ το ΚΚΕ ζήτησε τη διερεύνηση των συνθηκών βύθισης του δεξαμενοπλοίου και απέδωσε ευθύνες στον κρατικό μηχανισμό για την ικανότητά του να προλαμβάνει και να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους καταστάσεις.