Η Παγκόσμια και Διεθνής Εκθεση της Γάνδης άνοιξε τις πύλες της στις 4 Απριλίου 1913. Επισκέπτες συνέρρεαν από γνωστά και άγνωστα έθνη για να θαυμάσουν τον πλούτο των εκθεμάτων, τις ποικίλες εκδηλώσεις, την αρχιτεκτονική και αισθητική του απέραντου χώρου. Ο ενθουσιασμός για την ανθρώπινη κατάσταση εκφραζόταν στον Τύπο, που υπογράμμιζε το ευρωπαϊκό πνεύμα, το οποίο πρωτοπορούσε, εξασφάλιζε τις επαφές των λαών, οικοδομούσε ασφαλώς ένα μέλλον οικουμενικής ειρήνης. Η έκθεση ήταν «παγκόσμια», δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ χωρών, προτεκτοράτων, αποικιών. Οταν έκλεισε στις 3 Νοεμβρίου, είχε απονείμει χάλκινο μετάλλιο στον Ανρί Γκοτρό για τις ευρεσιτεχνίες του στην παραγωγή θερμαντικών σωμάτων και μαγειρικών σκευών. Μέγα βραβείο είχαν λάβει τα κρασιά του Μπαζαντέ (Νότια Γαλλία).
Η καμμένη βιβλιοθήκη
Δεκαέξι μήνες αργότερα, την Τρίτη 25 Αυγούστου 1914, τα γερμανικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει το Λουβέν πριν από μερικές μέρες, αφού είχαν ολοκληρώσει τη σφαγή των κατοίκων, είχαν καταστρέψει 1.120 κατοικίες και δημόσια κτίρια, έκαψαν συθέμελα τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της πόλης, έτος ίδρυσης 1425. Στις 31 Αυγούστου, η βρετανική εφημερίδα «Ντέιλι Μέιλ» αρθρογραφούσε για το «Ολοκαύτωμα» του Λουβέν. Εκείνη η επιχείρηση, λίγες μέρες κιόλας μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε το πρώτο και αλάνθαστο δείγμα μιας «δυναμικής της καταστροφής», που κατέληξε ταχύτατα στη δίχως καμία διάκριση «κουλτούρα μαζικών εξοντώσεων» ανθρώπων και πολιτισμών, την οποία υπηρέτησαν και εξέλιξαν όλοι οι αντιμαχόμενοι και μιμήθηκαν καλύτερα οι συνεργάτες τους.
Πώς μπόρεσε να περάσει σε λίγους μήνες (από τον Νοέμβριο 1913 στον Αύγουστο 1914) η Ευρώπη από την ευλογία της προόδου και της ειρήνης στην κατάρα της αποθέωσης του θανάτου; Ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, η εμφάνιση και ανάπτυξη της πολεμικής αεροπορίας, η εξέλιξη των πυροβόλων όπλων και των τεθωρακισμένων, οι διευκολύνσεις που παρείχαν οι τηλεπικοινωνίες, καλλιεργούσαν την αυταπάτη της αντιμετώπισης των εξωτερικών κινδύνων διά της υπεροπλίας όσο και τη σκέψη πως αν, ο μη γένοιτο, άρχιζαν εχθροπραξίες, η Γαλλία θα κέρδιζε τη «ρεβάνς» από την ντροπιαστική ήττα της από τους Πρώσους στο Σεντάν το 1870. Γι’ αυτό εξάλλου οι γάλλοι αξιωματικοί είχαν στις αποσκευές τους ένα ζευγάρι λευκά γάντια, έτοιμοι για παρέλαση στο Βερολίνο, όπου η τρίχρωμη σημαία τους θα έφτανε νικηφόρα σε μια βδομάδα. Στη Βιέννη, ο προγραμματισμός των χοροεσπερίδων στην Staatsoper Wien και των συναυλιών στο Musikverein για το 1914 είχε ολοκληρωθεί πριν φτάσει ο χειμώνας του 1913. Και η οικονομία της Ρωσίας βρισκόταν σε άνοδο, τα καταστήματα προϊόντων πολυτελείας, εκλεκτών οίνων και ποτών στη λεωφόρο Νιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης τηλεγραφούσαν νέες επείγουσες παραγγελίες σε γαλλικές εταιρείες.
Αυτή είναι μια αποσπασματική, αλλά χαρακτηριστική αποτύπωση εκείνης της χρονιάς, της τελευταίας ενός τέλους, αναπόφευκτου πια. Είχαν προηγηθεί οι εξεγέρσεις του 1905 στη Ρωσία, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι άφηναν πίσω τους γεωπολιτικές εκκρεμότητες, η Αυστροουγγαρία των Αψβούργων επιβίωνε λόγω αδράνειας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε και ο διαμελισμός της δεν ήταν θεωρητική υπόθεση εργασίας. Με λίγα λόγια, η Ευρώπη, πιστεύοντας στην παρθενία της, ήταν έγκυος στον πόλεμο. Τα νερά έσπασαν πρόωρα εκείνο το καυτό μεσημέρι της 28ης Ιουνίου 1914 στο Σαράγεβο, στη λεγόμενη Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, όπου ζούσαν Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, στη γωνία του δρόμου όπου ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος, διάδοχος της Αυστροουγγαρίας, δολοφονήθηκε.
Τα πορνεία της εκμετάλευσης
Το πλάσμα που γεννήθηκε, φέρνει στους ώμους του το βάρος γεγονότων που δεν παύουν να προκαλούν ερωτήματα, απέχθεια, αναθεματισμούς, παραχαράξεις, πολιτικές και κοινωνικές κατάρες, αλλά και δυσμορφίες, συλλογικές και επιβεβλημένες ενοχές και ρεβανσισμούς, αχώνευτες και πονηρές αθωώσεις του ολοκληρωτισμού. Μπορούμε να ισχυριστούμε, καλή τη πίστει, πως εκείνο το πλάσμα έμοιαζε έτοιμο να τιθασευτεί το 1917, όταν η ήττα της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία) διακρινόταν με σχετική βεβαιότητα. Ο Βλαδίμηρος Ιλιτς Ουλιάνοφ, θαμώνας του καφενείου «Βολταίρος» στη Ζυρίχη, σκακιστής με συμπαίκτη τον Τρότσκι και ευαγγελιστής της ταξικής ανατροπής, είχε δηλώσει πως δεν ανέμενε στη διάρκεια του βίου του να δει την επανάσταση να ξεσπάει, προλετάρια στα πορνεία της εκμετάλλευσης, επειδή δεν βρισκόταν κανείς να τη στήσει στα πόδια της, να την ξεβρωμίσει, να τη στολίσει και να τη φέρει αντιμέτωπη με την Ιστορία. Η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων, η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, μπορεί να μην ήταν έκπληξη για τον σύντροφο Λένιν και τους συνεργάτες του, μετά την επιστροφή του στη Ρωσία μέσω Γερμανίας και ενός περάσματος από τη Σκανδιναβία, ήταν όμως σπαζοκεφαλιά και υστερική διαταραχή για τους εν αναμονή νικητές του Πολέμου, Αγγλους, Γάλλους και τους συμμάχους τους Ιταλούς και Βαλκάνιους.
Απαιτεί τόλμη η έρευνα του ιστορικού, ο οποίος, με γνώμονα τα γεγονότα του 1917, καταλήγει με προσοχή και σύνεση στην εκτίμηση πως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος απέτυχε να λήξει με την ανακωχή που υπογράφηκε στις 11 Νοεμβρίου 1918 και πως από εκείνη τη στιγμή ώς τη Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, αλλαγές συνόρων, ασταθείς ή εθνικιστικές δημιουργίες κρατών, εργατικές εξεγέρσεις και «σοβιετίες» της αρπαχτής, αντικομμουνιστικά παραληρήματα και εκκαθαρίσεις με πρωτοβουλίες στρατιωτικών και παραστρατιωτικών «ελευθέρων σωμάτων» μαχητών, διατηρούσαν μια πολιτική και κοινωνική κόλαση, που για την άφεση των αμαρτιών της υποκλίθηκε πολύ σύντομα στη σοβιετική τρομοκρατία, στον ιταλικό φασισμό, στις δικτατορίες και στις «δημοκρατικές επιλογές των λαών», στην αγελαία έκσταση υπό τη μαγική ράβδο εύνοιας και θηριωδίας εθνοσωτήρων και σπιθαμιαίων ανδρεικέλων. Αν υποβληθεί κανείς στον κόπο να μετρήσει πόσες ήταν οι πολιτικές, καλλιτεχνικές, επαναστατικές, συντηρητικές, πνευματικές, πρωτοποριακές, επιστημονικές μορφές της Ευρώπης στην περίοδο 1917-1923, που υπηρέτησαν τη βία, τον σκοταδισμό, το ανήκουστο έγκλημα, είναι πιθανό πως θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοιο συνονθύλευμα είχε να γνωρίσει η Γηραιά Ηπειρος από τα σκοτεινά χρόνια του πρώιμου Μεσαίωνα.
Ο ιστορικός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός που είχε την τόλμη να εισχωρήσει στο δυσώδες και σαδομαζοχιστικό περιβάλλον εκείνης της εξαετίας, είναι ο Ρόμπερτ Γκέρβαρτ (1976), Γερμανός την καταγωγή, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου και διευθυντής του Κέντρου Πολεμικών Μελετών. Μας παραδίδει ένα κείμενο 446 σελίδων, όπου το αφηγηματικό μέρος είναι μόλις 267 σελίδες και οι σημειώσεις καλύπτουν τις υπόλοιπες 179 σελίδες! Ολα σε αυτή την εργασία είναι προσεκτικά και υποδειγματικά καμωμένα. Ο τίτλος του βιβλίου «Vanquished» παραπέμπει στο απολύτως απαξιωτικό «vaincus» της γαλλικής γλώσσας, που, με τη σειρά του, θυμίζει το λατινικό «vae victis» (ουαί τοις ηττημένοις): ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόνο ηττημένους. Παντελώς ηττημένοι οι νικητές, που δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι διευκόλυναν τους αντιπάλους τους να οραματιστούν τη ρεβάνς τους. Εστησαν χοροδιδασκαλείο «αυτοδιάθεσης των λαών», εμποροπανήγυρη του «λίγο απ’ όλα για όλους», ένα βρικολάκιασμα που, εκατό χρόνια αργότερα, στέκει δίπλα μας και κοστίζει. Αλίμονο αν τέτοιες άμεσες ή έμμεσες υπομνήσεις του ιστορικού, διατυπωμένες με ακρίβεια λόγων και εννοιών, δεν υποστηρίζονταν από μία ή περισσότερες πηγές, εξού και η πληθώρα των σημειώσεων.
Η θέση της Ελλάδας
Διόλου περίεργο ότι στο προσκήνιο των δευτεραγωνιστών εκείνης της εξαετίας βρίσκεται η Ελλάδα. Οι νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, η παρουσία και αξιοπιστία του Βενιζέλου, η απόφασή του να συνταχθεί με τις συμμαχικές δυνάμεις, την ώρα που εκείνες είχαν ανάγκη ξεκούραστων και καλώς εκπαιδευμένων από τους Γάλλους στη Θεσσαλονίκη στρατευμάτων, τα οποία μπορούσαν να διατεθούν χωρίς καμία χρονοτριβή στο Μακεδονικό Μέτωπο εναντίον των Βουλγάρων, η ετοιμότητα ελληνικών δυνάμεων σε «μιας τσιγαριάς δρόμο» από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας ο διαμελισμός ήταν χαρτογραφημένος πια, η ανέξοδη υπόσχεση συμπαράστασης, αλλά και εποπτείας, στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας της Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, η αναγνώριση πως η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που, με παρότρυνση και χρηματοδότηση των Γάλλων, είχε πολεμήσει τους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία το 1919 (βλ. Κωνσταντίνος Νίδερ, «Η εκστρατεία της Ουκρανίας», εκδ. Κέδρος, 2015) και εδικαιούτο συνεπώς να αποβιβάσει στρατό στην «ελληνική ζώνη» της Σμύρνης, καθιστούσαν τον «ελληνικό παράγοντα» ένα υπολογίσιμο πιόνι στις συζητήσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ο Βενιζέλος, παρατηρητής στη Διάσκεψη του Νεϊγί (27 Νοεμβρίου 1919), «δυσκολευόταν να μη φαίνεται πανευτυχής, που κέρδιζε την Ανατολική Θράκη». Θα πρέπει να ένιωσε ακόμα καλύτερα κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι θα ένιωσε άσχημα υπογράφοντας την Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923. Η μεγαλοψυχία του πάντως δεν τον εγκατέλειψε: πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης.
Τα γεγονότα είναι γνωστά και σχολιασμένα στη διεθνή βιβλιογραφία. Το κεφάλαιο 5 (Από τη Σμύρνη στη Λωζάννη) στο βιβλίο του Ρόμπερτ Γκέρβαρτ (σελ. 227-247) είναι συγκλονιστικό στην πυκνότητα, στην ακριβολογία, στην εκτίμηση για τον έλληνα επαρκή αναγνώστη ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξε κορυφαίος εθνικός και πολιτικός ηγέτης, την ανάδειξη, την επιτυχία, την ακτινοβολία του οποίου πλήρωσε με βαρύτατο και αγιάτρευτο κόστος η Ελλάδα. Η Ελλάδα τον πρόβαλε τόσο έντονα ώστε ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι «εντυπωσιάστηκαν και εμπνεύστηκαν από την επιθυμία του να ξεκινήσει πόλεμο, αν ήταν αναγκαίο, ώστε να αντιμετωπίσει τον Δυτικό ιμπεριαλισμό» (σελ. 259). Κοντολογίς, με την Ελλάδα χαντακωμένη έκλεισε η εξαετία 1917-1923.
Μία άνω τελεία
Robert Gerwarth
The Vanquished
Why the First World War failed to end, 1917-1923
Εκδ. Allen Lane, 2016, σελ. 446
Τιμή: 20 ευρώ