Ομολογώ πως δεν έχω υπόψη μου σε διεθνές επίπεδο φιλολογικών και θεατρολογικών μελετών μια πράγματι γόνιμη και εντυπωσιακή δραματολογική διαπίστωση. Το γεγονός πως δύο τραγωδίες του Σοφοκλή, η πρώτη χρονολογικά σωζόμενη και η προτελευταία (αν και είναι πρόβλημα αν η τελευταία «Οιδίπους επί Κολωνώ» δεν προϋπήρχε), ο «Αίας» και ο «Φιλοκτήτης», έχουν τον ίδιο δραματικό πυρήνα: την κατοχή και τους κατόχους των όπλων.
Στον «Αίαντα» ο σαλαμίνιος βασιλιάς μετά τον Αχιλλέα δηλώνεται στο έπος ως ένας γενναίος πολεμιστής, τόσο αφοσιωμένος στο καθήκον του ώστε για να μην έχει περισπασμούς, ιδίως ερωτικούς, που συνήθως δρουν αρνητικά στην ψυχολογία ενός στρατιώτη, παντρεύεται με μια ντόπια γυναίκα, κόρη φυλάρχου της γύρω περιοχής, με την οποία μάλιστα κάνει και γιο, τον Ευρυσάκη. Ετσι, έχοντας εξασφαλίσει θεμελιώδεις ανάγκες και μια στέγη συζυγική, άρα ένα καταφύγιο στα διαλείμματα της μάχης, αφοσιώνεται στο κύριο έργο του διοχετεύοντας σ’ αυτό όλη την έγνοια του και τη ρώμη του και τις στρατηγικές του λύσεις.
Οταν σκοτώνεται ο Αχιλλέας, οι Ατρείδες, Αγαμέμνονας και Μενέλαος, συγκροτούν μια επιτροπή για να εξετάσουν ποιος από τους πολέμαρχους θα ήταν ο αντάξιος του νεκρού ήρωα διάδοχος ώστε να γίνει και ο κτήτορας των όπλων του. Η επιτροπή των ηγετών, εκεί στην πολιορκούμενη δέκα χρόνια Τροία, αποφασίζει να παραδώσει τα όπλα του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, αποτρέποντας την εύλογα αναμενόμενη υποψηφιότητα του γενναίου Αίαντα.
Σε παλαιότερα σε αυτήν τη θέση κείμενά μου είχα αναφερθεί στους όρους που καθόρισαν στη συνείδηση των κριτών αυτή την επιλογή. Θεωρώ πως το σκεπτικό είχε να κάνει με τις διαφορετικές κοινωνικές και ανάλογες άλλες συνθήκες που οδηγούν οι κρίσεις να αλλάζουν κριτήρια επιλογής. Είχε ήδη περάσει η εποχή των παλικαράδων πολεμιστών και αναδυόταν στον ορίζοντα της Ιστορίας ο οδυσσειακός άνθρωπος των ελιγμών, της διπλωματίας, του δόλου και των ευφυών λύσεων.
Ο Αίαντας, αισθανόμενος την ταπείνωση προς το πρόσωπό του, εξοργίζεται και αποφασίζει να τιμωρήσει δολοφονώντας τους δύο Ατρείδες κριτές καθώς και τον νικητή του διαγωνισμού Οδυσσέα. Ορμά στις σκηνές τους νύχτα, αλλά καθ’ οδόν η Αθηνά, προστάτις του Οδυσσέα, τον βυθίζει σε μια κατάσταση αφασίας φρενών και τον «οδηγεί» να σφάξει σε μια μάντρα αθώα πρόβατα, πιστεύοντας ότι σφαγιάζει τους εχθρούς του.
Οταν συνέρχεται από την τρέλα και αντιλαμβάνεται τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίηση που τον περιμένει, αυτοκτονεί στην παραλία της Τροίας με το σπαθί που του είχε δωρίσει ο τρωαδίτης ήρωας Εκτορας ως ύψιστη εκτίμηση στο πολεμικό του ήθος! Αρα ο Σοφοκλής στην πρώτη σωζόμενη τραγωδία του πολώνει τη θέση και τη λύση του δράματος γύρω από τα όπλα, την κατοχή τους και τη χρήση τους.
Ο Αίαντας χωρίς τα όπλα του Αχιλλέα νιώθει γυμνός, ταπεινωμένος και αποσυνάγωγος. Και φεύγει από τη ζωή για να αποφύγει τη χλεύη του κόσμου και το «φιάσκο» της εκδίκησής του πέφτοντας πάνω στο σπαθί που του έχει χαρίσει ο γενναιότερος εχθρός του, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του. Η ιστορία όμως προχωρεί με την ευφυΐα του Οδυσσέα γιατί αυτός, παρόλο που είναι κάτοχος ενός όπλου (του τόξου) ενός γενναίου πολεμιστή, θα εκπορθήσει την Τροία μ’ ένα τέχνασμα, μια απάτη, μια θεατρική τελετή, μια θεατρική σκευή, τον δούρειο ίππο, μια αθώα περσόνα που καλύπτει ένα ολέθριο δολοφονικό πρόσωπο.
Στον «Φιλοκτήτη» ο Σοφοκλής πολώνει πάλι την τραγωδία του γύρω από άλλα διάσημα όπλα. Το τόξο του Ηρακλή.
Ο Ηρακλής φορώντας το ιμάτιο που η ζήλεια της γυναίκας του Δηιάνειρας του φόρεσε και ήταν, χωρίς να το γνωρίζει, δόλια προσφορά του Κενταύρου Νέσσου που το είχε εμβαπτίσει στο αίμα του όταν τον τόξευσε ο Ηρακλής, του οποίου τα βέλη είχαν με τη σειρά τους εμβαπτιστεί στο αίμα της Λερναίας Υδρας, ζητάει από τον γιο του να τον καύσει στην Οίτη για να απαλλαγεί από τους φρικτούς πόνους. Οταν μαζί με το ιμάτιο ξεκολλούσαν και οι σάρκες του, ο γιος του αρνείται να πυροδοτήσει τον σωρό από τα ξύλα. Τότε ένας περαστικός κυνηγός της περιοχής, ο Φιλοκτήτης, δέχεται ως δώρο τα ακαταμάχητα όπλα (τόξα και βέλη) του Ηρακλή, κι έτσι μ’ αυτά τα όπλα βρίσκεται στα πλοία που πάνε στην Τροία. Σταθμεύοντας στη Λήμνο για να εφοδιαστούν με νερό, μια νήσο τελείως έρημη τότε, ο μανιακός επαγγελματίας κυνηγός Φιλοκτήτης κυνηγά σε ιερό χώρο αφιερωμένο στην Αρτεμη, τον χτυπάει ένα δηλητηριώδες φίδι, η πληγή του πυορροεί και οι σύντροφοί του τον εγκαταλείπουν στο νησί, όπου ζει ως ο πρώτος Ροβινσώνας στην Ιστορία δέκα χρόνια. Ξεχασμένος από θεό και ανθρώπους, με ανίατο τραύμα, τρέφεται με το κυνήγι και το νερό μιας πηγής, τρέφοντας συνάμα άσβεστο μίσος για τους ανελέητους συντρόφους του.
Χρησμός όμως στην πολιορκημένη Τροία ορίζει πως η πόλη θα πέσει μόνο στον κάτοχο των όπλων του Ηρακλή. Τότε οργανώνεται εκστρατεία με σχέδιο και συμμετοχή του Οδυσσέα, του διπλωμάτη, και με δόλωμα τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο, που ο εξόριστος ήρωας τιμούσε, ώστε να αποσπάσουν με το καλό ή με τη βία τα όπλα του Ηρακλή, προορισμένα να συντελέσουν στην άλωση της Τροίας. Τελικά ο Φιλοκτήτης, έπειτα από βίαιες αντιδράσεις, δέχεται με την επέμβαση του ίδιου του ημίθεου πλέον Ηρακλή να συμμετάσχει στην άλωση της Τρωάδας με τη συμβολή των όπλων του!
Αν σας κούρασα σήμερα μ’ αυτά τα καθέκαστα από τους δύο πυρήνες των σοφόκλειων τραγωδιών που έχουν ως θέμα την κατοχή και τη χρήση των όπλων, είναι γιατί λόγω ίσως και επαγγελματικής «διαστροφής» κάθε σύγχρονο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολεμικό ή πολιτισμικό γεγονός με οδηγεί στις αρτεσιανές πηγές της κλασικής Ελλάδας.
Τώρα λοιπόν που πάλι τα νέφη και μάλιστα της βόμβας υδρογόνου απειλούν να μας πνίξουν, ξαναμπαίνει το ερώτημα ποιος ο κάτοχος των όπλων, πώς τα διαχειρίζεται και πού στοχεύει.
Στους δύο τραγικούς μύθους που κατέφυγα, πρωτεύοντα ρόλο παίζει ο Οδυσσέας και επιτρέψτε μου να πιστεύω πως εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του Αίαντα και του Αχιλλέα και του Φιλοκτήτη η εποχή είναι σαφώς οδυσσειακή. Αλλά προσέξτε, και στις δύο τραγωδίες ο Οδυσσέας δρα ως διπλωμάτης, ως διαπραγματευτής, όχι ως πολέμαρχος, όχι ως παλικαράς αρειμάνιος.
Φοβάμαι λοιπόν πως στην εποχή των πυρηνικών όπλων αλίμονό μας αν γυρίσουμε πίσω στην περίοδο όπου κυριαρχούσαν η μήνις του Αχιλλέα, η τρέλα του Αίαντα και το πείσμα του Φιλοκτήτη. Ο Οδυσσέας σήμερα ονομάζεται ΟΗΕ.