Το πρώτο που σκέφτεται κανείς διαβάζοντας τον τίτλο Ιστορίες από το Μετς (μια σειρά δεκατεσσάρων διηγημάτων του Γιάννη Ν. Μπασκόζου) είναι γιατί άραγε η περιοχή αυτή της Αθήνας δικαιούται μια τόσο εξαιρετική μνεία και μεταχείριση ή αν θα είχε νόημα να διαβάσει κανείς ιστορίες που να έχουν συμβεί στο Παγκράτι, την Κυψέλη, τα Λιόσια, τα Σεπόλια ή το Παλαιό Φάληρο, αφού όσο να ‘ναι και οι περιοχές αυτές όλο και κάποια ονομαστή καφετέρια ή κάποιο ξακουστό εστιατόριο θα διαθέτουν. Βέβαια –και πολύ σωστά –ο Μπασκόζος δεν περιορίζεται στον Λέντζο ή στον Μεγαρίτη και όσο και αν θα χαρακτήριζες τα ονόματα αυτά ως σημείο αναφοράς της συναισθηματικής ζωής των ηρώων του βιβλίου, εξίσου κρίσιμα αναδεικνύονται για τις αναμνήσεις τους και το Αλσος Παγκρατίου και ο κινηματογράφος Κόρονετ αλλά και οι οδοί Αρχιμήδους, Ερατοσθένους και Μάρκου Μουσούρου. Αιφνιδιαστικός και ο τίτλος και το περιεχόμενο των διηγημάτων Ιστορίες από το Μετς, αφού, αν θυμόμαστε καλά, η ελληνική βιβλιογραφία έναν ακόμα σχετικό τίτλο διαθέτει, τις Ιστορίες του Πόρτο Λεόνε (του Πειραιά δηλαδή), μια σειρά διηγημάτων γραμμένη από έναν άδικα λησμονημένο πεζογράφο, τον Χρήστο Λεβάντα (έγραψε εξαιρετικά διηγήματα και για την Ανδρο).
Το πρόβλημα του Γιάννη Μπασκόζου είναι, αν και δεν έχει νόημα να ζητάς από ένα συγγραφέα μια σύνθετη τοιχογραφία ενώ ο ίδιος φιλοδοξεί να δώσει ένα ζωντανό σκίτσο –και το πετυχαίνει μάλιστα εξαιρετικά -, ότι το καθετί στο οποίο αναφέρεται σε σχέση με την «τοπιογραφία» του Μετς είναι τόσο οικείο και απτό –ενώ μπορεί να έχει πάψει να υπάρχει -, που αισθάνεσαι διαβάζοντας τα διηγήματα σαν κάτι να σου αποκρύπτει ο συγγραφέας. Σαν να επεμβαίνει στις αναπολήσεις του ώστε να πονέσει όσο γίνεται λιγότερο με χώρους που τον έχουν στοιχειώσει κι ενώ θα περίμενες να διαβάσεις για έναν άνθρωπο συντετριμμένο τελικά παρακολουθείς κάποιον που σφυρίζει δήθεν ανέμελα καθώς έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του.
Δεν αποκλείεται να πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή του Μπασκόζου αλλά μάλλον πρόκειται για μια λανθασμένη επιλογή, αφού ως οικείο και απτό το Μετς, για όσους δηλαδή το γνωρίζουν, γίνεται με την περιεκτικότητα και τη συντομία των ιστοριών του σαν να κουτσουρεύονται οι αναμνήσεις τους. Δεν αποκλείεται όμως αυτή η αχνή σκιαγράφηση ανθρώπων, χώρων και δρόμων να έχει ως αποτέλεσμα κάτι το άκρως ευεργετικό για τη σειρά των δεκατεσσάρων διηγημάτων, καθώς με το να τα συνδέει όλα τους μια γειτονιά, ανεξάρτητα από το ότι ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε χώρος και ο κάθε δρόμος διατηρούν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη γοητεία για λογαριασμό του ο καθένας, στο σύνολό τους μοιάζουν να μοιράζονται ένα μυστικό που ποτέ δεν πρόκειται να το εκστομίσει ή να το εξομολογηθεί ο οιοσδήποτε. Οσο κι αν οι άνθρωποι που μοιράζονται το μυστικό αυτό κατοικούν στην ίδια γειτονιά ή ακόμα και στο ίδιο σπίτι. Σαν να έχει πλημμυρίσει το Μετς από ένα είδος συνωμοτών με αναγνωρισμένη ως γιάφκα τους κάτι πολύ γνωστό και προσεγγίσιμο για τον καθέναν όπως είναι η ταβέρνα του Βυρίνη ή το Α’ Νεκροταφείο. Για να συνειδητοποιήσεις, ενώ έχεις διαβάσει το βιβλίο, ότι τη διηγηματογραφική του επικράτεια ο Μπασκόζος την απλώνει πολύ πιο πέρα από τη συγκεκριμένη περιοχή και ότι ανάλογες γιάφκες, με αποθηκευμένες ως εκρηκτικές ύλες τις αναμνήσεις αλλά και εξίσου διαβρωμένες από μια ανάλαφρη μελαγχολία, θα συναντήσεις στο κοντινό με το Μετς Παγκράτι, στην Κυψέλη ή στους γύρω από την Πατησίων και την Αχαρνών δρόμους.
«Χίλια χρόνια να μιλώ»
Ρητές αναφορές και ψευδώνυμα
Ο ποιητής που σύχναζε στα σκυλάδικα
Δεν αποκλείεται η «αξιόμεμπτη» συντομία των διηγημάτων του Μπασκόζου να είναι και ένας τρόπος ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν συνθηματικά ανάμεσα στους ήρωές τους τόσο το πολύ γνωστό όνομα του ποιητή Γιώργου Σεφέρη όσο και το λιγότερο γνωστό του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη. Εστω και αν για τον νομπελίστα ποιητή δεν θα χρειαζόταν να ερευνήσει κανείς προκειμένου να μάθει ότι είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο, ενώ για τον δημιουργό του «Ο θάνατος το στρώνει» το πιθανότερο είναι ακόμη και οι πιο φανατικοί του αναγνώστες να αγνοούν ότι υπήρξε τακτικότατος θαμώνας νυχτερινών κέντρων, γνωστών και ως σκυλάδικων, που εκτείνονταν πέρα από τη Θηβών, ενώ όσο πιο άγνωστοι ήταν οι τραγουδιστές τους τόσο περισσότερο αισθανόταν ο ίδιος να συμμετέχει σε μια πραγματική μυσταγωγία.
Επομένως, δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Μπασκόζος με τη ρητή αναφορά του σε πολύ γνωστά ονόματα, όπως είναι οι ποιητές Ελύτης, Γκάτσος, Καρούζος και Λάγιος, τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Διαβάζω», το θέατρο Βέμπο και το ουζερί Καπετάν Μιχάλης στην οδό Φειδίου, δίνει με ψευδώνυμο πολύ γνωστές παρουσίες, αν και ο καθένας καταλαβαίνει – ή έστω οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ – ποιοι είναι ο σκληρός κριτικός Γιώργος Κωστόπουλος, ο περιθωριακός φιλόσοφος Νικόλας Στάμης και η ποιήτρια Ζιζή Μολφέση. Από τη στιγμή που με τα διηγήματά του δείχνει να ξεπερνά τον ενδοιασμό ότι θα ήταν δύσκολο να υπάρξει ως μυθοποιημένη μια πραγματικότητα εν εξελίξει, δεν είχε κανένα λόγο να μη γράψει για όλα τα πρόσωπα με το πραγματικό τους όνομα. Οσο εύθικτος κι αν είναι κανείς, η καταχώρισή του σε ένα διήγημα που υποτίθεται ότι αποσκοπεί σε μια μικρή ή μεγάλη διάρκεια απαλύνει τις έμμεσες ή τις κατευθείαν εναντίον του βολές.
Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Ιστορίες από το Μετς
Εκδ. Κέδρος, 2017, σελ. 96
Τιμή: 10 ευρώ