Το 1933 και το 1936 εκδίδονται οι δύο τόμοι της «Αργώς». Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) δεν είναι παρά 28 και 31 χρονών αντιστοίχως. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο σήμερα, δεν μπορείς παρά να εκπλαγείς με την πρώιμη ωρίμαση του συγγραφέα, την καλή γνώση του πολιτικού διακυβεύματος, κυρίως όμως την εμβάθυνση στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Κωνσταντινουπολίτης και αστός, απόφοιτος της Νομικής, ο Θεοτοκάς φαίνεται πως πήρε από νωρίς πολύ ισχυρές γνωστικές βάσεις, αλλά ότι αυτό δεν έγινε εις βάρος της ζωής αυτής καθ’ αυτήν. Γιατί η γνώση των ανθρώπινων διακυβευμάτων, των ανταγωνισμών, οραματισμών, φιλοδοξιών και κυρίως των ερωτικών προσδοκιών σε εντυπωσιάζει. Είναι μάλλον προφανές ότι η αστική τάξη της εποχής ήξερε να εξοπλίζει τα παιδιά της με παιδευτικές σκευές και εμπειρίες.
Τα κύρια πρόσωπα του έργου προέρχονται από μια νομική «δυναστεία», με ομιχλώδεις βυζαντινές ρίζες, τους Νοταράδες, αλλά δεν εξαντλούνται εκεί. Ο πατέρας είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη του σε σημείο που του διαφεύγει η δυστυχία της παραμελημένης συζύγου του, ενώ αμελεί την επαφή με τα παιδιά του. Με τον τρόπο τους θα τον εγκαταλείψουν σταδιακά όλοι, διαφεύγοντας από το ασφυκτικό οικογενειακό πλαίσιο και την τυπολατρία του. Οι τρεις γιοι συγκροτούν σχηματικούς τύπους ηρώων: από τον πραγματιστή, ερωτύλο Νικηφόρο ώς τον ονειροπόλο, αθεράπευτα ερωτευμένο με μια αρχετυπική νεαρά Αλέξη και τον βενιαμίν της οικογένειας Λίνο που εκδιωγμένος από την πατρική εστία λόγω μιας ερωτικής περιπέτειας με την αισθησιακή υπηρέτρια θα έχει κακό τέλος σε διαδήλωση. Βρίσκεσαι στον πειρασμό να υποθέσεις ότι και οι τρεις γιοι συγκροτούν με τον τρόπο τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους το alter ego του νεαρού Θεοτοκά, που συμπληρώνεται από έναν σκιώδη παρατηρητή / παντογνώστη αφηγητή των τεκταινομένων και ο οποίος προμηθεύει μεγάλο μέρος του δοκιμιακού σκέλους του βιβλίου.
Ομως οι υπόλοιποι, ελαφρώς έκκεντροι ήρωες, είναι με μια έννοια περισσότερο ενδιαφέροντες, ίσως επειδή εξασφαλίζουν, λόγω συναισθηματικής απόστασης, τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα του συγγραφέα. Και είναι πολλοί αυτοί, από την ερωμένη του Νικηφόρου και σύζυγο του αριβίστα υπουργού Παύλου Σκινά, ο οποίος θα καταφέρει να καταπνίξει ένα αιματηρό πραξικόπημα στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι το φτωχό παπαδοπαίδι Αλέξη Δαμιανό που εγκαταλείπει τη Σχολή της Χάλκης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή για να εμπλακεί με το κομμουνιστικό κίνημα στην Αθήνα υποκαθιστώντας την εθνικιστική Ορθοδοξία με τη νέα πίστη στον διαλεκτικό υλισμό. Η σκιαγράφηση αυτού του τελευταίου είναι ίσως και η περισσότερο φωτισμένη πλευρά του βιβλίου, συμποσώντας τη νεοελληνική σύγχυση, τον μεγαλοϊδεατισμό και τη διαρκούσα ψυχολογική ανάγκη για αγώνες: «Βρέθηκε […] ανερμάτιστος, χαμένος, όχι μόνο χωρίς πίστη, μα και με αληθινή έχθρα για κάθε παλιά του πίστη, όπως συμβαίνει όταν απογοητευτείς από ένα ιδανικό σου…». Ο νεαρός Δαμιανός είναι ο καλύτερα πλασαρισμένος για να βιώσει την εθνική καταστροφή, τη χρεοκοπία των οραμάτων του έθνους, την κοινωνική πόλωση στη ραγδαία μετασχηματιζόμενη Αθήνα της δεκαετίας του ’20, καταλήγοντας ωστόσο σε μια απλοϊκή θεώρηση των κοινωνικών δεινών και σε ρετσέτες αντιμετώπισής τους αντλημένες από το «Κομμουνιστικό μανιφέστο».
Διαχρονική διάψευση
Από τη Μεγάλη Ιδέα έωςτη μεγάλη κρίση
Μία από τις λειτουργίες του βιβλίου είναι η σχετικοποίηση των αντιδράσεών μας ως κοινωνίας στην έλευση της παρούσας κρίσης. Επίσης η σχετικοποίηση της αυτάρκειας της διανόησής μας όταν θεωρεί ότι οι αναλύσεις της ενέχουν ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Εδώ μοιάζει σαν όλα να έχουν ειπωθεί και σε όλους τους τόνους σε ό,τι αφορά τις ανθρωπολογικές σταθερές του έθνους. Ο Θεοτοκάς μάς το υπενθυμίζει αναδρομικά. Αυτό που διαφέρει ωστόσο είναι ότι τώρα δεν ζούμε μια πολεμική ήττα αλλά την καταβαράθρωση της αδύνατης επαγγελίας μιας ελεύθερης και πλούσιας ζωής με δανεικά κι αγύριστα. Δεν ξέρω αν είναι πιο τραυματικός ένας Εμφύλιος και μια εθνική καταστροφή (μαζί με τις μεγάλες ιδέες που λειτουργούσαν ως περιτύλιγμα) ή η σημερινή σύγχυση ιδεών και διάψευση των προσδοκιών της αέναης ανάπτυξης (και κατανάλωσης). Σίγουρα τουλάχιστον η τωρινή κρίση είναι πιο αναίμακτη. Το δοκιμιακό αυτό μυθιστόρημα (ή μυθοπλαστικό δοκίμιο) έχει, τέλος, μια πολυσθενή χρηστικότητα στις μέρες μας, γιατί, πέραν της απολαυστικής για τον αναγνώστη τοιχογραφίας που φιλοτεχνεί, σε τελευταία ανάλυση σχετικοποιεί τις ιστορικές προσλήψεις μας. Ενας βασικός λόγος είναι πως ο συγγραφέας είναι αφηγηματικά τίμιος: φέρεται με σεβασμό στις απόψεις, τις ιδεολογίες, τις αποκλίνουσες στρατηγικές, ακόμη και στους ανθρώπινους τύπους που προβάλλονται, όσο κι αν οι τελευταίοι φαντάζουν ενίοτε ελαφρώς σχηματοποιημένοι.
Γιώργος Θεοτοκάς
Αργώ, τόμοι Α΄και Β΄
Επίμετρο Κατερίνα Μουστακάτου,
Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2016,
σελ. 248
Τιμή: 19 ευρώ