Η πρώτη φουρνιά φθινοπωρινών δημοσκοπήσεων (δημοσιευμένων και μη) οδηγεί σε ένα συμπέρασμα: το καλοκαίρι δεν μετέβαλε την παγιωμένη δημοσκοπική εικόνα του τελευταίου 18μηνου.
Η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη. Η ΝΔ διατηρεί ένα μεγάλο προβάδισμα και κινείται στα όρια της αυτοδυναμίας.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υποχωρεί εντυπωσιακά αλλά δεν φαίνεται να απειλείται στη δεύτερη θέση.
Αν είχαμε εκλογές την Κυριακή θα περίμενα την ΝΔ στο 37-38% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 19-22%.
Αλλά δεν έχουμε εκλογές την Κυριακή.
Και γι’ αυτό οφείλω να κάνω τρεις παρατηρήσεις.
Πρώτον, τα καλοκαίρια λειτουργούν παραδοσιακά υπέρ των κυβερνήσεων (άδειες, διακοπές, τουριστικό εισόδημα) και γι’ αυτό αγαπημένος μήνας τους για εκλογές είναι ο Σεπτέμβριος.
Δεύτερον, οι μετρήσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν τις εμφανίσεις του Τσίπρα και του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. Οχι πως περιμένω να αλλάξει κάτι δραματικά αλλά αποτελούν επικοινωνιακό γεγονός. Συνεπώς θα έχουμε καλύτερη εικόνα σε δυο, τρεις εβδομάδες.
Τρίτον, δεν περιλαμβάνουν (και δεν θα μπορούσαν άλλωστε…) ούτε τις όποιες ανακατατάξεις επιφέρει το νέο κόμμα της Κεντροαριστεράς.
Μετρούν δηλαδή δυο σχηματισμούς (ΔΗΣΥ και Ποτάμι) οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα εμφανιστούν στις κάλπες. Και δεν μετρούν εκείνον που θα κατέβει στις εκλογές.
Ακόμη κι έτσι όμως οδηγούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: ότι το νέο ρεπερτόριο της κυβέρνησης περί επιχειρήσεων, επενδύσεων και μιας «οικονομίας που γυρίζει σελίδα» δεν έχει ακροατήριο.
Κι όχι μόνο λόγω Eldorado.
Δεν έχει ακροατήριο επειδή κανένας Ελληνας δεν ψήφισε ποτέ τον Τσίπρα για μάνατζερ. Ούτε πιστεύει ότι μπορεί να αποδειχθεί μάγος της οικονομίας.
Οι περισσότεροι τον θεωρούν κάτι ανάμεσα σε ψεύτη κι άσχετο. Αλλοι γελούν ή κοροϊδεύουν. Πολλοί δεν ενδιαφέρονται καν για το έργο.
Και μερικές δεκάδες πραγματικοί ή υποτιθέμενοι επιχειρηματίες που ενδεχομένως τον ακούν επιδοκιμαστικά στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα ψηφίσουν Μητσοτάκη με τα τέσσερα.
Αυτό μας επαναφέρει στο βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης: την έλλειψη αφηγήματος και ακροατηρίου.
Μετά τη διάψευση του «αντιμνημονιακού» παραμυθιού δεν μπόρεσε να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο πειστικό.
Αποτέλεσμα; Κανείς ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων τεσσάρων εκλογικών αναμετρήσεων δεν καίγεται αν ο Τσίπρας εφαρμόζει καλά το Μνημόνιο. Ενώ εκείνοι που ενδιαφέρονται δεν ψηφίζουν Τσίπρα ούτε με το πιστόλι στον κρόταφο.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση μπορεί να μην είχε πρόβλημα να εξανεμίσει την αριστερή ρητορική της. Αλλά το πρόβλημά της είναι ότι μαζί με αυτήν τη ρητορική εξανεμίζεται κι η ίδια.
Διότι πλην αριστερής μπουρδολογίας δεν είχε κάτι άλλο να πει αλλά ούτε υπάρχει και κανείς να την ακούσει.