«Μα, πίνεις φραπέ;» με ρώτησε με βδελυγμία ένας φίλος φέτος το καλοκαίρι καθώς με «τσάκωσε» στην κουζίνα με το ηλεκτρικό αναδευτήρι στο χέρι. Ναι, πίνω φραπέ και κάποιες φορές νομίζω ότι εξαιτίας αυτού έχω περάσει σε μία εκδοχή λαϊφσταϊλίστικης παρανομίας. Γιατί τα τελευταία χρόνια ο φραπέ έχει δαιμονοποιηθεί κυρίως ως σύμβολο που παραπέμπει σε λούφα και αραλίκι. Ως σημαία του κοπανατζή δημόσιου υπαλλήλου, του Ελληνάρα, που με το ένα χέρι κρατάει το καλαμάκι και γλείφει τον ανούσιο αφρό ενώ με το άλλο ξύνει τις πατούσες του. Κρίμα κι άδικο. Ο Δημήτρης Βακόνδιος, αυτός που τυχαία τον επινόησε πριν από εξήντα χρόνια στη ΔΕΘ, ήταν ένας, ας πούμε, πιονιέρος των startup, αν και ο ίδιος δεν είχε οικονομικά οφέλη από την τεράστια εμπορική επιτυχία της πατέντας του.
Πριν αρχίσουμε λοιπόν τους τρέντι αφορισμούς, ελάτε να συνειδητοποιήσουμε τι υπήρξε ο φραπέ για την Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα, μία από τις μεγαλύτερες (αν όχι η μεγαλύτερη) καινοτομία made in Greece των τελευταίων δεκαετιών. Μια ιδέα που είχε άμεση, πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητα του μέσου Ελληνα κάνοντάς τον εκείνη την εποχή λίγο πιο Ευρωπαίο. Ακόμη και το ότι έπρεπε, ειδικά τα κορίτσια, να σουφρώσουν τα χείλη και να ρουφήξουν από το καλαμάκι εξέπεμπε υπαινιγμούς κοσμοπολίτικου ερωτισμού. Κυρίως όμως κίνησε μια οικονομία, μετέτρεψε τον καφενέ σε καφετέρια, προσάρμοσε ένα ξένο προϊόν στα δικά μας γούστα, σηματοδότησε μια αλλαγή στα ήθη. Και πυροδότησε μια διεθνή τάση διότι, αν δεν υπήρχε ο φραπέ, δεν θα υπήρχαν (παγκοσμίως) ούτε τα διάφορα ήδη φρέντο. Μακάρι να είχαμε δυο τρεις Βακόνδιους σήμερα.