Σας μιλάει τώρα μια πολύ μέτρια φοιτήτρια που από ψώνιο, πες, δεν καταδέχτηκε ποτέ να κάνει αντιγραφή. Αν ξέρεις το επίπεδο των άλλων, είναι σοφό να προτιμάς τα δικά σου από τα δικά τους λάθη. Κι αν συνυπολογίσεις την κοινοτοπία των ετοιματζίδικων εργασιών, είναι απείρως πιο σέξι να δοκιμάσεις από μόνος σου. Είχε μια ερωτική διάσταση η υπόθεση των εξετάσεων, αν καλοθυμάμαι. Ενώ ολοχρονίς πυροβολούσες τον χρόνο σου, όπως πυροβολάνε στα λούνα παρκ τα κουκλάκια, ξαφνικά έπεφτε αδρεναλίνη στο σύστημα. Στα όπλα – στα όπλα! Είχες επιτέλους με κάτι να αναμετρηθείς και κάτι να διεκδικήσεις. Θα με φάει ή θα το φάω; Αυτή ήταν, σε συντομογραφία, η πολεμική μου διάθεση σε περίοδο πανεπιστημιακών εξετάσεων. Και μη φανταστείτε ότι υπήρξα καμιά μοβόρα της ακαδημαϊκής συνέπειας και της μελέτης. Κάθε άλλο, εξού και ο ντροπιαστικός βαθμός του πτυχίου μου για το οποίο δεν κάνω ποτέ κουβέντα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι, μετά την ορκωμοσία, το έβαλα ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου που διάβαζα και μου ‘πεσε μάλλον κάπου στην Πατησίων. Ούτε που έσκυψα να το μαζέψω. Να το τσιμπολογήσουν τα πετεινά του ουρανού, να το βρει κάνας φτωχότερος από μένα, να το πάρουν παραμάζωμα μαζί με τα φέιγ βολάν της εποχής με τα «κάτω», τα «έξω», τα «ποτέ» και τα «τώρα». Κάποια στιγμή έτρεξα ασφαλώς για αντίγραφο, η συμβολική θητεία μου στην παιδεία του καιρού μου, είχε ωστόσο ολοκληρωθεί με τον πλέον έντιμο και θεατρικό τρόπο. Ως προς τα του Καίσαρος, τουλάχιστον. Γιατί με τα «τα του Θεού», έχω ακόμη τραβήγματα.
Αν υπάρχει Θεός, τότε βρίσκεται πάνω από το τραπεζάκι με το (σταθερό) τηλέφωνο του πατρικού μου. Εκεί είχε κρεμάσει ο πατέρας μου το δικό του πτυχίο, κορνιζαρισμένο σε πάπυρο και με βαθμό απαστράπτοντα. Να μου ρίχνει τους κεραυνούς του κάθε φορά που σαχλαμάριζα τηλεφωνικώς με τις φίλες μου. Αν ζούσε σήμερα, θα μου το είχε μοστράρει πάνω από το φέισμπουκ ή πάνω από τα μισοτελειωμένα εγχειρήματά μου. Εντάξει, μπαμπά. Αποφοίτησα ή περίπου.