Οι προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του επόμενου ηγέτη της Κεντροαριστεράς έχουν αναθερμάνει το ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν σε έναν χώρο που μέχρι πρόσφατα φαινόταν να είναι σε κώμα. Ιδίως όσων πολιτών –και είναι πολλοί –απορρίπτουν τη σημερινή κυβέρνηση για τη διαχειριστική μετριότητα και τη διχαστική ρητορική (και πρακτική) της, χωρίς να αναγνωρίζονται ως υποστηρικτές του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας (η κυβέρνηση του οποίου, ας μην ξεχνάμε, χρεοκόπησε τη χώρα, επιδιδόμενη σε ένα όργιο σπατάλης που εκτόξευσε το έλλειμμα του προϋπολογισμού από 6,7% του ΑΕΠ το 2007 σε 15,1% το 2009). Ευλόγως λοιπόν η διαφαινόμενη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς έχει αναπτερώσει τις ελπίδες όσων είχαν υποστηρίξει εγκαίρως την ενότητα και ανανέωση του χώρου (στόχος, θυμίζω, της Πρωτοβουλίας των 58 το μακρινό 2013). Ο «ενδιάμεσος χώρος» πλήρωσε τα σπασμένα της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Εν μέρει δικαίως. Το ΠΑΣΟΚ –ιδίως της προ Σημίτη εποχής –συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι για να γίνει πλουσιότερος ένας λαός αρκεί να εκλέξει μια αρκούντως κιμπάρικη κυβέρνηση. Ανεξαρτήτως του εάν η οικονομία της λειτουργεί, εάν οι επιχειρήσεις της παράγουν αγαθά και υπηρεσίες καλής ποιότητας σε συμφέρουσες τιμές, ώστε να θέλουν αρκετοί καταναλωτές (από την Ελλάδα και κυρίως το εξωτερικό) να τα αγοράσουν. Και ανεξαρτήτως του εάν τα σχολεία λειτουργούν ή εάν τα πανεπιστήμια μορφώνουν ανθρώπους ικανούς να σταθούν στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ένα είδος μαζικής παράκρουσης, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να επικρατήσει σε ένα έθνος λιγότερο πεισμένο για τη φυλετική ανωτερότητά του, πεδίο στο οποίο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα διακρίθηκε ιδιαιτέρως.
Αλλά φυσικά δεν φταίει μόνο το ΠΑΣΟΚ. Εάν η κυβέρνηση ΓΑΠ μπορεί να κατηγορηθεί για τα αργά ανακλαστικά και τις σπασμωδικές αντιδράσεις της, η ευθύνη για τη χρεοκοπία βαραίνει την κυβέρνηση Καραμανλή. Κάθε άλλο παρά αθώα είναι και η Αριστερά, παρότι δεν είχε κυβερνήσει (μέχρι το 2015): σε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση κάθε χρόνο καταψήφιζε τελετουργικά τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης ως «αντιλαϊκό και αντιαναπτυξιακό», ζητώντας λιγότερους φόρους και περισσότερες δαπάνες (δηλ. ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα). Οσο για την «ευγενή μας τύφλωσι», αυτή απλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Κάποιοι αναγνώστες ίσως σκέφτονται: «Παλιά είναι αυτά. Τώρα τι κάνουμε». Να με συμπαθάνε, μα κάνουν λάθος. Η περιθωριοποίηση της Κεντροαριστεράς (σε όλες της τις εκδοχές) τα χρόνια της κρίσης βασίστηκε στην αποσιώπηση του τι πραγματικά συνέβη. Μια εναλλακτική πραγματικότητα εδραιώθηκε, όπου την κρίση την έφερε το Μνημόνιο και όχι το αντίθετο, και όπου για τα προβλήματά μας δεν φταίει ούτε ο Καραμανλής (ο οποίος παραμένει «κεφάλαιο για τη χώρα»), ούτε ο Χατζηγάκης με τις παράνομες αγροτικές αποζημιώσεις, ούτε ο Παυλόπουλος με τους αθρόους διορισμούς συμβασιούχων και τις αντισυνταγματικές μονιμοποιήσεις ημετέρων, αλλά ο Παπακωνσταντίνου και ο Γεωργίου. Ολα αυτά θέλουν να τα ξεχάσουμε τόσο οι ίδιοι ενδιαφερόμενοι (η καραμανλική Δεξιά) όσο και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (που έριξαν την προηγούμενη κυβέρνηση για να κάνουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον υπουργό Εσωτερικών του Καραμανλή). Κοινός στόχος τους: η κατασυκοφάντηση της Κεντροαριστεράς ως εθνικού μειοδότη. Για αυτό πρέπει να τα θυμόμαστε.
«ΟΚ. Και τώρα τι κάνουμε;». Είναι προφανές τι πρέπει να κάνουμε όσοι από εμάς αναγνωριζόμαστε στον ενδιάμεσο χώρο: ό,τι περνά από το χέρι του καθενός ώστε να γίνει η εκλογή του Νοεμβρίου απαρχή για την ανάκαμψή του. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει κυρίως δύο πράγματα: υψηλού επιπέδου επιχειρηματολογία εκ μέρους των υποψηφίων, και στη συνέχεια μαζική συμμετοχή στις κάλπες εκ μέρους των πολιτών.
Το πώς θα επιχειρήσουν να ανακόψουν την ανάκαμψη του ενδιάμεσου χώρου οι αντίπαλοί του φαίνεται ήδη: διαβάλλοντας την Κεντροαριστερά ως «δεκανίκι της ΝΔ». Αμφίβολο εάν θα τα καταφέρουν. Οχι μόνο επειδή δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι υπερσυντηρητικοί ακραίοι εθνικιστές των ΑΝΕΛ (με τον πρόεδρό τους και τον πρωθυπουργό να συνδέονται με φανερή «χημεία») κόντρα σε ό,τι θα υπαγόρευε η λογική της πολιτικής γεωγραφίας που τώρα επικαλούνται. Αλλά επειδή τα πολιτικά κόμματα έχουν το δικαίωμα να πορεύονται με αυτονομία, προτάσσοντας κάθε φορά τη μια ή την άλλη προτεραιότητα, κρίνοντας εάν προέχει η κανονικότητα της πολιτικής γεωγραφίας ή αντίθετα κάποιος εθνικός στόχος (π.χ. η υπεράσπιση του κράτους δικαίου). Αυτό εξ άλλου δεν έκανε ο ενιαίος Συνασπισμός, με το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη μέσα, επιλέγοντας το 1989 να οδηγήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο συμμαχώντας με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη;
Ο εθνικός στόχος σήμερα είναι η επαναφορά της χώρας στην ομαλότητα: επιστροφή στην Ευρώπη, υπεράσπιση του κράτους δικαίου, αποκατάσταση της σταθερότητας (χωρίς την οποία δεν μπορεί να βγει η οικονομία από την κρίση), απομόνωση των θιασωτών της «ανελεύθερης δημοκρατίας» τύπου Ουγγαρίας ή Βενεζουέλας (κάποιοι εκ των οποίων κατέχουν υψηλά κυβερνητικά πόστα). Με το βλέμμα στον στόχο αυτό θα πολιτευθεί ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς που θα αναδειχθεί από τις προκριματικές εκλογές του Νοεμβρίου. Γνωρίζοντας ότι η επίτευξή του προϋποθέτει τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και την αποφασιστική απόρριψη της εναλλακτικής πραγματικότητας που τον έφερε στην εξουσία. Το ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης προϋπόθεση για την ανάκαμψη της Κεντροαριστεράς θα διευκολύνει τις επιλογές του, αφού ευθυγραμμίζει το στενό συμφέρον της παράταξης με το ευρύτερο συμφέρον του τόπου.
Είδα πρόσφατα τη «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν, οπότε ας μου συγχωρέσουν οι αναγνώστες την κάπως βαρύγδουπη κατάληξη. Αλλά σκέφτομαι ότι με λίγη τύχη, στη φάση στην οποία θα βρισκόμαστε μετά τον Νοέμβριο θα ταιριάζουν τα λόγια του Ουίνστον Τσόρτσιλ μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Δεν θα είναι το τέλος της ελληνικής κρίσης. Δεν θα είναι καν η αρχή του τέλους. Αλλά θα είναι, ίσως, το τέλος της αρχής.
Ο Μάνος Ματσαγγάνης κατέχει τη διεθνή έδρα Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου