«Ολες οι καινούργιες ιδέες περνούν από τρία στάδια. Πρώτα χλευάζονται. Υστερα μετατρέπονται σε απειλή για το κατεστημένο, όπως συνέβη με το οικουμενικό εισόδημα που στην αρχή αντιμετωπίστηκε ως ουτοπία και στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε επικίνδυνο επειδή ωθεί στην οκνηρία. Και υπάρχει ένα τρίτο στάδιο: η στιγμή που οι καινούργιες ιδέες γίνονται κάτι προφανές. Αυτό θα συμβεί με το οικουμενικό εισόδημα, ή με τον φόρο στα ρομπότ, που έχει γοητεύσει τελευταία την Ελβετία και το Σαν Φρανσίσκο».
Ο Μπενουά Αμόν είναι αισιόδοξος. Ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι απαισιόδοξος. Οπως βεβαιώνει άλλωστε σε συνέντευξή του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού L’Obs, στις προεδρικές εκλογές που έγιναν πριν από πέντε μήνες δεν ηττήθηκαν οι ιδέες του, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το τελευταίο δεν είναι πλέον η δύναμη γύρω από την οποία μπορεί να οργανωθεί η Αριστερά, καθώς δεν ενσαρκώνει ούτε ένα μακροπρόθεσμο ιδανικό ούτε την ελπίδα μιας συγκεκριμένης βελτίωσης της καθημερινής ζωής. Γι’ αυτό κι εκείνος το εγκατέλειψε και ίδρυσε το Κίνημα της 1ης Ιουλίου. «Αφιερώνω την ενέργειά μου στην προώθηση νέων ιδεών και την αξιοποίηση τοπικών δράσεων», τονίζει. «Κάνω ξανά κάτι που με ευχαριστεί. Είμαι ελεύθερος».
Στη διαδικασία, πάλι, που έχει ξεκινήσει στη χώρα μας για την ίδρυση ενός νέου φορέα του προοδευτικού Κέντρου, πολλές καινούργιες ιδέες δεν ακούγονται. Υπάρχουν βέβαια πολλοί υποψήφιοι για την ηγεσία, γεγονός που δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον για το εγχείρημα. Γίνεται εξαντλητική συζήτηση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία, ένα θέμα κρίσιμο για την έκταση της προσέλευσης που μπορεί να κρίνει και τον νικητή. Ανταλλάσσονται σοβαρά επιχειρήματα για το αν τα ντιμπέιτ πρέπει να είναι πέντε ή δεκατρία. Αλλά δεν έχει δοθεί, ακόμη τουλάχιστον, μια πειστική απάντηση στο αν υπάρχει πράγματι ένας χώρος που καλείται να καλύψει αυτό το κόμμα. Ούτε στο πού ακριβώς διαφέρει από τα υπάρχοντα. Οπως λέει κι ο Αμόν, δεν μπορείς να κάνεις έναν γάιδαρο που δεν διψάει να πιει νερό.
Οι υποψήφιοι σπεύδουν στις συνεντεύξεις τους να ξεκαθαρίσουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν μετεκλογικά με κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Και είναι λογικό: ένας νέος πολιτικός φορέας πρέπει να αποκτήσει την προσωπικότητά του αυτόνομα, όχι σε σχέση με κάποιον άλλον. Παρά ταύτα, η πολιτική των ίσων αποστάσεων είναι προβληματική. Η χώρα διοικείται από μια κυβέρνηση που έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα και εξακολουθεί καθημερινά να προκαλεί. Τελευταίο παράδειγμα είναι η διαχείριση της οικολογικής καταστροφής στον Σαρωνικό. Θεωρούν πραγματικά οι υποψήφιοι ότι στη θέση του Τσίπρα ο Μητσοτάκης θα έκανε τα ίδια, ή και χειρότερα;
Μια από τις ιδέες που έχει η προσωρινή συλλογική ηγεσία του PS για να προετοιμάσει με επιτυχία το συνέδριο του προσεχούς Φεβρουαρίου είναι να αλλάξει το κόμμα όνομα: από «Σοσιαλιστικό» να μετονομαστεί σε «Σοσιαλιστές». Ευτυχώς η συζήτηση εδώ δεν έχει πέσει σε τέτοια επίπεδα. Διακρίνει όμως κανείς ένα μούδιασμα, μια υποχώρηση του αρχικού ενθουσιασμού. Πρέπει επειγόντως να πει κάποιος κάτι, κι ας μην είναι αριστερό, ας είναι απλώς ριζοσπαστικό. Κρίμα που δεν έχουμε ρομπότ για να τα φορολογήσουμε. Θα ήταν μια κάποια λύση.