Κατά τον Οσκαρ Γουάιλντ, είναι λάθος να μην κρίνουμε τους ανθρώπους από την εξωτερική τους εμφάνιση. «Το προφανές είναι το πραγματικό» έλεγε. Κρίνοντας λοιπόν τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη από την εξωτερική του εμφάνιση, όταν την άνοιξη του 2014 έκανε, ως υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας, τη μεγάλη είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή, μπορούσες να διακρίνεις τις διαφορές από την πλειοψηφία των συντρόφων του στον ΣΥΡΙΖΑ. Και η εμφάνιση ανάγεται σε ένα γενικότερο επικοινωνιακό κάδρο που απείχε –αισθητικά και υφολογικά –από τα στερεότυπα της Κουμουνδούρου. Η πραγματικότητα, στη συνέχεια, επιβεβαίωσε τον Οσκαρ Γουάιλντ αλλά ταλαιπώρησε τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Αυτός ο κύκλος της πολιτικής όμως φαίνεται ότι για τον ίδιο έχει, πλέον, κλείσει οριστικά. Εδώ και λίγες μέρες βρίσκεται στη θέση του διευθυντή του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, βάζοντας έτσι τέλος σε σενάρια περί επιστροφής του στον ΣΥΡΙΖΑ ή υποψηφιότητάς του στον Δήμο Αθήνας. Οσο για τις φήμες ότι η επιλογή του έγινε ύστερα από παρέμβαση του Πρωθυπουργού, η συγκεκριμένη οργάνωση είναι ανεξάρτητη, μη κυβερνητική. Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος είδε την αναγγελία στο Διαδίκτυο και πέρασε από δύο συνεντεύξεις (όπου συμμετείχαν και στελέχη από τα κεντρικά της οργάνωσης στο Λονδίνο) και έναν γραπτό διαγωνισμό. Μάλιστα η θητεία του σε κυβερνητική θέση προσμετρήθηκε ως μειονέκτημα.
Αν πάμε πίσω, θα τον βρούμε στη Νέα Σμύρνη, εκεί όπου γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1980. Ο μικρότερος γιος του τραπεζικού υπαλλήλου και της καθηγήτριας Οικοκυρικών που φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή έκανε την πρώτη του «επαναστατική» πράξη όταν δήλωσε Παναθηναϊκός μέσα στη φωλιά του Πανιωνίου. Η προοδευτική παράδοση της γειτονιάς του ωστόσο, τα φεστιβάλ του Ρήγα που γίνονταν εκεί, πυροδότησαν στον έφηβο Γαβριήλ την παρόρμησή του για την πολιτική. Σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και έκανε μεταπτυχιακά στη Νέα Υόρκη, στοNewSchoolforSocialResearch. Στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου εντάχθηκε στη Νεολαία του (τότε) Συνασπισμού. Εκείνη την εποχή γνώρισε και τον Αλέξη Τσίπρα. Η κομματική του πορεία ήταν γρήγορη και ανοδική. Εγινε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας, γραμματέας του Συνασπισμού Νέας Σμύρνης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Κατέβηκε για πρώτη φορά υποψήφιος βουλευτής στη Β’ Αθήνας το 2012, αλλά δεν μπήκε στη Βουλή.
Η χρονιά του ήταν το 2014. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη μετρούσε ανάποδα τις μέρες που τον χώριζαν από την εξουσία. Αν και η δημαρχία της Αθήνας παρέμενε ουτοπία, ένα υψηλό ποσοστό θα μπορούσε να είναι το μεγάλο στοίχημα. Στην Κουμουνδούρου είχαν γίνει μυστικές δημοσκοπήσεις δημοφιλίας στις οποίες «έπαιξαν» ονόματα όπως του Γιώργου Κιμούλη και του Λάκη Λαζόπουλου. Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης ήταν προσωπική επιλογή του Αλέξη Τσίπρα, η οποία δικαιώθηκε πανηγυρικά. Οχι μόνο πέρασε στον δεύτερο γύρο, αλλά τερμάτισε με το οριακό ποσοστό του 48,6%. Ετσι, με καταγεγραμμένο πλέον το θετικό του προφίλ, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο Πρωθυπουργός τον επέλεξε για κυβερνητικό εκπρόσωπο. Μια θέση που λέγεται ότι πιέστηκε να δεχτεί.
Κλήθηκε να υπερασπιστεί την εποχή της κυβερνητικής εξαλλοσύνης, των βαρουφάκειων ακκισμών, του διχαστικού δημοψηφίσματος. Πολιτικοί συντάκτες μιλούν για έναν άνθρωπο ήπιο και ευγενή, ελαφρώς ειρωνικό όταν ήθελε, με φειδώ στη διαρροή πληροφοριών, που άλλοι το αποδίδουν σε αποστασιοποίηση και άλλοι σε αποσπασματική ενημέρωση, αφού κάποιοι άρχισαν σιγά σιγά να τον κρατούν έξω από τις πολύ εσωτερικές κλειστές πόρτες. Η αντίστροφη πορεία μπήκε στην τελική ευθεία τον Αύγουστο του 2015, εκείνη «τη χειρότερη νύχτα της ζωής μου», σύμφωνα με δική του ομολογία, τότε που ψήφισε το Μνημόνιο. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου επανεκλέγεται, τον Νοέμβριο όμως παραιτείται παραδίδοντας την έδρα του και αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της δεκάμηνης κοινοβουλευτικής του θητείας, βάζοντας έτσι τέλος σε μια περίοδο που ο ίδιος σήμερα χαρακτηρίζει τραυματική. Εκτοτε παραμένει σιωπηρός, υπερασπιζόμενος έναν κώδικα που δεν του επιτρέπει να εμπορευθεί οικονομικά, ιδεολογικά ή επικοινωνιακά όσα έζησε ως κυβερνητικό και κομματικό μεγαλοστέλεχος.
Την απομάκρυνσή του από την πολιτική ακολούθησε μια περίοδος απομόνωσης (μια επίθεση κιτρινισμού περί δήθεν γάμου του με γιο ισχυρής οικογένειας τον οποίο δεν γνώριζε ούτε εξ όψεως ήταν τόσο κακοστημένη, που κατέρρευσε αμέσως). Σε αυτό το διάστημα προχώρησε το διδακτορικό του, που ευελπιστεί να το τελειώσει το 2018, διάβασε πολύ (αγαπημένος του συγγραφέας είναι ο Φίλιπ Ροθ), ανασυγκροτήθηκε. Λίγο πριν από τη γέννηση της κόρης τους, πριν από έναν χρόνο, παντρεύτηκε την από το 2014 σύντροφό του, δημοσιογράφο Ράνια Τζίμα. Του αρέσει να περνά τα βράδια με φίλους στο σπίτι, δίνει τα ραντεβού στα στέκια του Παγκρατίου, βλέπει«Houseof Cards». Η νέα του θέση στη Διεθνή Αμνηστία (που τα δύο τελευταία χρόνια έχει επικρίνει τα αρμόδια υπουργεία για τη διαχείριση του Προσφυγικού) είναι γι’ αυτόν μια καινούργια πρόκληση. Κυρίως λόγω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καλείται να υπερασπιστεί σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, αλλά και για ένα στοίχημα που έχει βάλει ο ίδιος ως προς την οικονομική ανάπτυξη της ΔΑ στην Ελλάδα, καθώς, ως ανεξάρτητη οργάνωση, δεν χρηματοδοτείται ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά μόνο από τις δωρεές και συνδρομές μελών και υποστηρικτών της. Ούτως ή άλλως, όμως, πρόκειται για ένα πεδίο πολύ πιο συμβατό με το αξιακό σύστημα του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, αυτό που τον δυσκόλεψε να διαχειριστεί την αντίφαση της πολιτικής. Να είναι, δηλαδή, συγχρόνως η τέχνη του εφικτού και η ρητορεία του ανέφικτου.