Στη μεγάλη εικόνα, οι αρχαιολόγοι αντιστέκονται στην επένδυση του Ελληνικού επιστρατεύοντας από ιστορικές πηγές έως προτάσεις για οριοθέτηση χώρων πρασίνου. Στο μικροσκόπιο, ωστόσο, αναζητείται ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα πίσω από την υπόθεση θέτοντας σε κίνδυνο τη θετική εξέλιξη της επένδυσης. Για ορισμένους από τους γνώστες της περιπέτειας, το πρόσωπο-κλειδί δεν είναι άλλο από τη γενική γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη, η οποία «βγαίνει μπροστά» σε αντίστοιχες υποθέσεις. Τον περασμένο Μάιο, για παράδειγμα, ζήτησε με επιστολή προς το υπουργείο Ναυτιλίας να ανακληθεί η παραχώρηση κτιρίων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, βασικός μέτοχος του οποίου είναι πλέον η COSCO. Κι αυτό, μία μόλις εβδομάδα μετά την αποκάλυψη ότι μηχανισμοί του υπουργείου επιχειρούν να χαρακτηρίσουν διατηρητέα κάποια κτίρια στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Σαρξ εκ της σαρκός του ΥΠΠΟ, αρχαιολόγος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από το 1975, λόγω παλαιότητας, σε μια περίοδο που είχαν καθυστερήσει δραματικά οι κρίσεις των υπαλλήλων (2009), βρέθηκε να αναλαμβάνει καθήκοντα γενικής διευθύντριας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Μια θέση κομβική για τη λειτουργία του ΥΠΠΟ, καθώς η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του. Χαμηλών τόνων και διακριτική, γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη των υφισταμένων της. Δεν συνέβη το ίδιο με την εκάστοτε ηγεσία σε διαφορετικές δομές του υπουργείου. Το 2014 θα βρεθεί εκτός υπηρεσίας, καθώς, σύμφωνα με την ευρέως διαδοθείσα εκδοχή, αρνήθηκε να συναινέσει στην αξιολόγηση των υπαλλήλων του υπουργείου. Ανεπισήμως ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στην «εκπαραθύρωση» ήταν η ανοιχτή διαφωνία με την πολιτική διαχείριση της ανασκαφής στην Αμφίπολη.
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΕΠΙ ΣΥΡΙΖΑ. Η απομάκρυνσή της ήταν αρκετή για να «αγιοποιηθεί» και να γίνει δεκτή μετά βαΐων και κλάδων στην αγκάλη της αριστερής πτέρυγας των αρχαιολόγων, που έβλεπαν την εξουσία να πλησιάζει. Κι όταν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την εξουσία, επέστρεψε θριαμβεύτρια και σε αναβαθμισμένη θέση. Αρχικά ως αναπληρώτρια γενική γραμματέας (λόγω ενοποίησης των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού) και αργότερα ως γενική γραμματέας. Κίνηση που εξυπηρετούσε τη νέα ηγεσία καθώς στήριζε το περιβόητο αφήγημα περί «ηθικού πλεονεκτήματος»: τοποθετώντας στη θέση έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά τις υποθέσεις του υπουργείου, φαινόταν ότι αποκαθίστατο μια αδικία της προηγούμενης κυβέρνησης (Σαμαρά).
Ωστόσο, ως είθισται, οι υπουργοί περνούν, παίρνουν μια γεύση από τα τεκταινόμενα και αποχωρούν με ή χωρίς έργο. Εκείνη, σταθερή στη θέση της, επί δυόμισι χρόνια και με μεγάλη πείρα δεν άργησε να γίνει εκείνο που φοβόταν ή επεδίωκε: να κινεί τα νήματα διακριτικά, με αποτέλεσμα να δέχεται τα βέλη ως «χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Χωρίς σοβαρά πολιτικά ερείσματα στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ –τουλάχιστον σε πρώτη φάση –και με άσο στο μανίκι της το γεγονός ότι γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα σε καίριους μηχανισμούς, κατάφερε να κρατήσει τη θέση της και επί Αριστείδη Μπαλτά. Οταν άλλωστε ο τελευταίος τής ζήτησε να μη συζητηθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το θέμα των αρχαιοτήτων στο Ελληνικό –τέλη Οκτωβρίου του 2016 -, ήταν κοινό μυστικό ότι θα γινόταν ανασχηματισμός. Ο Αριστείδης Μπαλτάς είχε προβλέψει ότι το ΚΑΣ θα γνωμοδοτούσε ώστε να χαρακτηριστεί αρχαιολογικό το 50% του χώρου της επένδυσης στο Ελληνικό, όπως ζητούσαν οι υπηρεσίες. Η Βλαζάκη έσπευσε να αποσύρει το θέμα από την ημερήσια διάταξη. Ο ανασχηματισμός έγινε. Η προνοητικότητα του Μπαλτά, όμως, δεν ήταν αρκετή για να τον κρατήσει στην οδό Μπουμπουλίνας.
ΟΙ «ΣΚΛΗΡΟΙ» ΣΥΜΜΑΧΟΙ. Κι ύστερα ήρθε η Λυδία Κονιόρδου. Μια γυναίκα που γνωρίζει καλά τον χώρο του θεάτρου, αλλά όχι και τις παθογένειες του υπουργείου Πολιτισμού. Η υπουργοποίησή της δεν χαροποίησε αρκετές από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πόλεμος άρχισε εκ των έσω. Η επιτροπεία της υπουργού από το κόμμα εκφράστηκε ποικιλοτρόπως με την παρουσία σκληροπυρηνικών στελεχών που δεν την προστάτευαν από απανωτά ατοπήματα. Ατοπήματα για τα οποία και πάλι εγκαλείται η γενική γραμματέας, όπως η υπόθεση με τη συμπληρωματική κήρυξη νεωτέρων μνημείων στον χώρο του Ελληνικού ή τη διεκδίκηση κατόπιν εορτής από το ΥΠΠΟ κτιρίων στο λιμάνι του Πειραιά. Και τα δύο σχετίζονται με επενδύσεις και συμβάλλουν στην εικόνα μιας υπουργού που αντιτάσσεται στην κυβερνητική πολιτική.
Οσο η φθορά της κυβέρνησης επιτείνεται δε, τόσο η Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη συνειδητοποιεί την ανάγκη συμμάχων. Και τους βρήκε στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, στους οποίους επικρατούν δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (αν και η σχέση της στο παρελθόν έχει περάσει από πολλά κύματα). Είναι εκείνοι που χαρακτήρισαν την υπουργό persona non grata και τώρα αποτελούν την ασπίδα της γενικής γραμματέως στο θέμα του Ελληνικού, καθώς πλέον βρίσκονται στο ίδιο αντιμνημονιακό στρατόπεδο, θέση που εκφράζουν κηρύσσοντας σχεδόν τον πόλεμο στις επερχόμενες επενδύσεις.
ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ «ΛΑΘΟΣ». Τώρα η κυβέρνηση πιέζει υπέρ της επένδυσης. Ο ΣΕΑ, ωστόσο, έχει κάνει σημαία του το «γράμμα του νόμου». Οποια κι αν είναι η γνωμοδότηση του ΚΑΣ, μπορεί να προκαλέσει αυτό που απεύχονται κυβέρνηση και επενδυτές: μεγάλες καθυστερήσεις. Και σ’ αυτό το σημείο ανώτατοι παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ χρεώνουν στη Βλαζάκη μια «κατασκευασμένη» αμέλεια. Ο,τι κι αν αποφανθεί το ΚΑΣ, από τη στιγμή που πριν από τη γνωμοδότησή του δεν είχε εξεταστεί αν ο χώρος της επένδυσης είναι αρχαιολογικός ή όχι, οι αρχαιολόγοι θα προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το «αμάρτημα» της γενικής γραμματέως είναι ότι δεν σταμάτησε την υπουργό πριν υπογράψει το μνημόνιο συνεργασίας με την Ελληνικό ΑΕ, που προβλέπει την ομαλή εξέλιξη της επένδυσης παράλληλα με τη συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας. Κι αυτό το λάθος θεωρείται πλέον μοιραίο στους διαδρόμους του υπουργείου Πολιτισμού.