«Μετά το θρίλερ των γαλλικών προεδρικών εκλογών, η γερμανική προεκλογική εκστρατεία μοιάζει μάλλον ανιαρή. Πώς τη βιώσατε εσείς;» ρωτήσαμε τη δρα Αντρέα Ντέσποτ, τη νέα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας του Βερολίνου, ενός ανεξάρτητου εκπαιδευτικού ιδρύματος που έχει ως στόχο την ενίσχυση του διαλόγου και της συνεννόησης εντός της ΕΕ. Την απάντηση που λάβαμε θα μπορούσε να την πει κανείς και… πληρωμένη: «Η προεκλογική εκστρατεία οδεύει ομολογουμένως προς το τέλος της χωρίς μεγάλες εκπλήξεις αλλά και χωρίς σκάνδαλα, κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο».
Δώδεκα χρόνια στην εξουσία είναι κατά κανόνα αρκετά για να φθείρουν ακόμα και τον πλέον ικανό και δημοφιλή ηγέτη. Πού αποδίδετε την ανθεκτικότητα της καγκελαρίου;
Η καγκελάριος έχει καλή, και διακομματική, φήμη. Για πολλούς Γερμανούς εκπροσωπεί την αξιοπιστία, τη μετριοφροσύνη, τη σύνεση. Παρατηρούμε παράλληλα πως δεν κυριαρχεί κάποια διάθεση για αλλαγή –όπως συνέβη στην περίπτωση του Χέλμουτ Κολ το 1998. Ούτε ο Μάρτιν Σουλτς ούτε το κόμμα του κατάφεραν να στριμώξουν στη γωνία την καγκελάριο και το κόμμα της ή να αντλήσουν οφέλη από τα δικά τους πολιτικά επιτεύγματα ως συγκυβερνώντες, παρότι είναι σαφές ότι υπήρξαν.
Για λίγο, αρχές της χρονιάς, ο Μάρτιν Σουλτς βγήκε μπροστά στις δημοσκοπήσεις. Γιατί δεν κατάφερε να διατηρήσει το προβάδισμα;
Ως «άφθαρτος» στη Γερμανία πολιτικός, ο Μάρτιν Σουλτς θα ήταν, υποτίθεται, ελεύθερος να επιτίθεται κατά την προεκλογική εκστρατεία. Επιλέγοντάς τον, τοSPDαπέκτησε νέα ορμή και αυτοπεποίθηση –ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα, παρότι τα δύο κόμματα παρέμεναν προγραμματικά κοντά. Ομως, το να μην αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία ήταν πιθανότατα λάθος. Ο Σουλτς έχασε έτσι τη δυνατότητα να διακριθεί ενδεχομένως εντός της Γερμανίας ως ένας πολιτικός που ξέρει πώς να διαχειρίζεται κρίσεις και που μιλάει ισότιμα στην αρχηγό της κυβέρνησης. Επιπλέον, το προεκλογικό σύνθημά του –«Ωρα για δικαιοσύνη» –δεν βρήκε ιδιαίτερη απήχηση: για πολλούς ψηφοφόρους, η Γερμανία της Ανγκελα Μέρκελ τα πηγαίνει καλά, η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, η οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει δεσμευτεί να πιέσει για μια επανίδρυση της Ευρώπης και βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά τις γερμανικές εκλογές. Η καγκελάριος μοιάζει να ενστερνίζεται επί της αρχής το όραμά του, αλλά χωρίς τον ίδιο ενθουσιασμό. Εχει συνειδητοποιήσει, πιστεύετε, την ανάγκη για αλλαγές στην ΕΕ, για μια «Ευρώπη που προστατεύει»;
Δεν υπάρχει για μένα αμφιβολία πως μετεκλογικά η Ανγκελα Μέρκελ θα θέσει τη στενή συνεργασία με τη Γαλλία στον πυρήνα της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελεί ήδη ένα αξίωμά της –θα μπορούσε όμως πράγματι να οδηγήσει σε έναν νέο δυναμισμό, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση της Μέρκελ, στην ΕΕ. Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή συνοχή καταρρέει, ότι η ΕΕ αμφισβητείται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, σημαίνει ότι οι αλλαγές στις ευρωπαϊκές δομές και διαδικασίες είναι αναπόφευκτες.
Θυμάμαι τον προκάτοχό σας, τον δρα Στρατενσούλτε, να μας λέει μισοαστειευόμενος στο Βερολίνο, τον Οκτώβριο του 2015, πως «σε 100 χρόνια οι Ευρωπαίοι θα μας κατηγορούν ότι τους πήραμε όλους τους πρόσφυγες!». Δύο χρόνια αργότερα, πάντως, η Ανγκελα Μέρκελ μοιάζει να οδεύει προς την επανεκλογή όχι χάρη σε αλλά παρά την «πολιτική των ανοιχτών θυρών» που εφάρμοσε τότε. Ποια η άποψή σας;
Η «πολιτική των ανοιχτών θυρών» εφαρμόστηκε, και δικαιολογημένα, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Από πολιτική άποψη, όμως, η ανθρωπιστική προσέγγιση σε αυτήν τη μοναχική προσπάθεια αποδείχθηκε, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη συνολικά, ένα επικίνδυνο μπούμερανγκ. Τις παρενέργειες τις βλέπουμε: το περίπλοκο αυτό ζήτημα δεν ενίσχυσε απλώς περισσότερο τοAfD– το κόμμα έχει πλέον μπει στα 12 από τα 16 κρατιδιακά Κοινοβούλια -, αλλά μετατόπισε προς τα δεξιά τα πολιτικά προγράμματα και τη ρητορική. Εδώ και καιρό, ωστόσο, το πολιτικό εκκρεμές της Μέρκελ έχει επιστρέψει σε μια περιοριστική προσφυγική και μεταναστευτική πολιτική, κατάφερε λοιπόν να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Η καγκελάριος δήλωσε πως θέλει να τερματιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Αγκυρα. Η ΕΕ δείχνει να θέλει να κλείσει την πόρτα στην Τουρκία του Ερντογάν –ταυτόχρονα όμως τη χρειάζεται, τόσο στο Μεταναστευτικό όσο και στο μέτωπο της τρομοκρατίας. Πώς μπορούν να ισορροπήσουν ανάγκες και επιθυμίες;
Η Γερμανία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και έχει σήμερα την πιο δύσκολη σχέση με την Τουρκία από όλα τα κράτη-μέλη. Προκειμένου να υπάρξει «τέλος» στις διαπραγματεύσεις, ωστόσο, θα χρειαζόταν ομοφωνία, η οποία δεν υπάρχει σήμερα –φυσικά, η Ανγκελα Μέρκελ το γνωρίζει αυτό. Οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν όμως να ανασταλούν, αρκεί να το αιτηθεί η Κομισιόν και να συμφωνήσει μια ειδική πλειοψηφία. Είναι ενδεχομένως ένας τρόπος να επιτευχθεί μια ισορροπία.
Η Ανγκελα Μέρκελ τείνει να γίνει συνώνυμο της Γερμανίας. Δεν θεωρείτε πως αυτό μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά πρόβλημα; Από κάποιο σημείο και μετά, δεν χρειάζεται μια χώρα νέα πρόσωπα, νέες ιδέες –εκτός από σταθερά χέρια;
Η δημοκρατία δίνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη δυνατότητα αλλαγής, η βούληση του λαού είναι που έχει σημασία. Εντός του 2018, για παράδειγμα, αναμένονται εκλογές στη Βαυαρία και στην Εσση –και τα δύο αυτά κρατίδια έχουν συντηρητικές κυβερνήσεις.
Ολλανδία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία… Ενας μεγάλος εκλογικός κύκλος, που πολλοί έτρεμαν, ολοκληρώνεται. Τελικά, οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι κράτησαν σε μεγάλο βαθμό τις εθνολαϊκιστικές δυνάμεις σε απόσταση. Σημαίνει αυτό ότι τα χειρότερα πέρασαν;
Οι ευρωσκεπτικιστικές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις σίγουρα δεν έχουν εξοβελιστεί από την πολιτική σκηνή. Αντιθέτως, στο Ευρωκοινοβούλιο υπάρχουν ουκ ολίγοι ευρωβουλευτές που θα χαίρονταν πολύ να δουν την ΕΕ να διαλύεται. Ολοι όσοι πιστεύουν στο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο την έχουν γλιτώσει μέχρι τώρα φθηνά.Μόνο αυτό έχουν όμως καταφέρει.