Τον χαρακτήρισαν «δεξί χέρι» (eminence grise, όπως το λένε τόσο ωραία οι Γάλλοι) του Εμανουέλ Μακρόν. Οπως μου λέει όμως ο ίδιος, αυτό συνέβαινε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, όταν είχε αναλάβει την ευθύνη για όλο το οικονομικό πρόγραμμα του μετέπειτα προέδρου. «Δεν ζούμε σε κανονικές εποχές», είχε πει για να δικαιολογήσει εκείνη την επιλογή. Απέναντι στον Μακρόν υπήρχε μια Μαρίν Λεπέν. Και στην οργή των πολιτών έπρεπε να δοθούν επειγόντως λογικές και αξιόπιστες λύσεις.Ιδρυτής του εργαστηρίου σκέψης Bruegel το 2005 και στη συνέχεια πρόεδρος του ιδρύματος France Strategie που παρείχε συμβουλές στη γαλλική κυβέρνηση, ο «JPF» έχει στενή οικογενειακή σχέση με την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο πατέρας του, ο Εντγκάρ Πιζανί, ήταν υπουργός Γεωργίας του προέδρου Ντε Γκολ και χρημάτισε ευρωπαίος επίτροπος επί προεδρίας Μιτεράν. Η μητέρα του ήταν απόγονος του Ζιλ Φερί, δημιουργού του γαλλικού συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης (και αρχιτέκτονα της αποικιακής εξάπλωσης της χώρας). Ο ίδιος γνωρίζει καλά και τα ελληνικά πράγματα – το περασμένο Σαββατοκύριακο βρέθηκε στο Ναύπλιο για ένα σεμινάριο του ΕΛΙΑΜΕΠ. Σήμερα διδάσκει στη Sciences Po και στο Hertie School του Βερολίνου. Οσο για τον Μακρόν, «τώρα έχει το κράτος!».

Η Γερμανία είναι μια ισχυρή χώρα, με εγωισμό, αυτοπεποίθηση και χωρίς ισχυρή Ακροδεξιά. Ποιο είναι το μυστικό της;

Οι Γερμανοί δεν θεωρούν εαυτούς εγωιστές και φοβούνται ότι η σταθερότητά τους απειλείται, γεγονός που ενισχύει το εθνικιστικό κόμμα, το AfD. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η χώρα τους θεωρούνταν –με κάποια υπερβολή –ο ασθενής της Ευρώπης. Πιστεύουν πως έκαναν ό,τι έπρεπε για να τον θεραπεύσουν και περιμένουν το ίδιο από τους εταίρους τους. Υποπτεύονται όμως την υπόλοιπη Ευρώπη ότι, αντί να κάνει μεταρρυθμίσεις, επιδιώκει τη χρηματοδότησή της από τη Γερμανία. Είναι υπερβολικό, και η κοινή γνώμη ξεχνά ότι αλληλεγγύη στην κρίση δεν έδειξαν μόνο οι Γερμανοί. Η δυσκολία είναι ότι το δικό τους αφήγημα για την κρίση είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο των χωρών της Νότιας Ευρώπης. Πρόκειται σχεδόν για ένα γνωστικό πρόβλημα: στην Ευρώπη έχουμε σήμερα διαφορετικές αναγνώσεις για την ίδια πραγματικότητα. Οι Γερμανοί ρίχνουν την ευθύνη στη μη υπακοή στους κανόνες και όχι στο σύστημα οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης.

Μετά την πολύ πιθανή επανεκλογή της Ανγκελα Μέρκελ, περιμένετε μεγαλύτερη ευελιξία ώστε η Ευρώπη να πάψει να κάνει «πολύ λίγα, πολύ αργά»;

Δεν είναι θέμα ευελιξίας, αλλά προετοιμασίας της ευρωζώνης ώστε να αντιμετωπίσει τους επόμενους κραδασμούς. Σήμερα η ανάπτυξη έχει επιστρέψει και οι αγορές δείχνουν μια αξιοσημείωτη ηρεμία. Αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα υπάρξουν ατυχήματα, χρηματοπιστωτικά ή πολιτικά (ή και τα δύο ταυτοχρόνως). Αργά ή γρήγορα οι αγορές θα καταληφθούν και πάλι από τον φόβο του κινδύνου. Σε μερικά χρόνια θα υπάρξει αναπόφευκτα μια ύφεση. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: τι να κάνουμε ώστε τη στιγμή εκείνη να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε; Τα ερωτήματα δεν πρέπει να τα θέσουμε την ώρα της κρίσης όπως συνέβη το 2010-2012, αλλά σήμερα.

Οι Γερμανοί τα σκέπτονται όλα αυτά;

Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Γερμανούς ότι δεν σκέπτονται. Εχουν ιδέες. Θέλουν μια πιο αποφασιστική δημοσιονομική πειθαρχία, περισσότερο αυτοματισμό, περισσότερη ατομική ευθύνη των κρατών. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Κομισιόν να επιβάλει τον σεβασμό των κανόνων, και γι’αυτό προτείνουν ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Πρέπει λοιπόν και οι άλλοι Ευρωπαίοι να διατυπώσουν τις ιδέες τους. Θα χρειαστούμε μεγάλη ειλικρίνεια το επόμενο διάστημα. Μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί ένας νέος συμβιβασμός. Δεν είναι κακό να διαφωνούμε, και σίγουρα είναι λιγότερο κακό από το να κάνουμε ότι συμφωνούμε.

Γιατί οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, δεν είναι αξιόπιστοι;

Δεν θα στοιχηματίσω στο αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών πριν γίνουν! Είναι αλήθεια όμως ότι η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει λίγο-πολύ παντού δυσκολίες. Καταρχάς πληρώνει τις δικές της αδυναμίες: δεν ήταν υποχρεωτικό να διχαστεί ανάμεσα στους αρχαιοσοσιαλιστές, που αρνήθηκαν να δουν ότι η οικονομία αλλάζει, και τους εκσυγχρονιστές, που αρνήθηκαν να δουν ότι οι ανισότητες επιστρέφουν. Η βαθύτερη αιτία όμως είναι ότι η ιδέα της προόδου, την οποία είχε κάνει ιδεολογική της μήτρα, έχει χάσει την αξιοπιστία της. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν συνειδητοποίησε την έκταση των ιδεολογικών προκλήσεων που είχε να αντιμετωπίσει. Δεν επένδυσε αρκετά στις ιδέες.

Στο βιβλίο σας «Η αφύπνιση των δαιμόνων» (εκδ. Πόλις), λέτε ότι η Γερμανία δεν θα δεχτεί να μοιραστεί τα οφέλη που απορρέουν από το κύρος της αν δεν στηριχτεί σε μια διαρκή συμμαχία με τη Γαλλία. Μετά την εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν, αυτό θα είναι πιο εύκολο;

Εύκολο, δεν θα έλεγα. Η στάση της Ανγκελα Μέρκελ είναι φιλική, αλλά η Γερμανία περιμένει από μας πράξεις, όχι λόγια. Μια Γαλλία που θα αποδείξει ότι καταπιάνεται αποφασιστικά με τα προβλήματά της θα κερδίσει ασφαλώς την εμπιστοσύνη του Βερολίνου. Πόσο αξίζουν στ’ αλήθεια οι ιδέες μιας χώρας που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δικές της δυσκολίες, αλλά θεωρεί ότι έχει τη λύση στα συλλογικά προβλήματα; Στο πεδίο αυτό τα πράγματα μπορούν να πάνε σχετικά γρήγορα. Η ανάκαμψή μας, όμως, θα πάρει καιρό.

Σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, η μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα στη Γαλλία απομακρύνει το γαλλικό μοντέλο από το γερμανικό και διευκολύνει πολύ τις απολύσεις. Ως υπεύθυνος του οικονομικού προγράμματος του προέδρου Μακρόν, είστε σύμφωνος με αυτή την ανάλυση; Ο «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» υποψήφιος έχει γίνει ένας δεξιός πρόεδρος;

Η μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα θέτει κατώτατο και ανώτατο όριο στις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης. Είναι ένας τρόπος να μειωθεί η αβεβαιότητα για τις δύο πλευρές, αυτό το σύστημα ισχύει αλλού και διασφαλίζει τις προσλήψεις. Δεν περιμένω θαύματα, είναι αλήθεια όμως ότι οι μικρές επιχειρήσεις θεωρούσαν την αβεβαιότητα για το κόστος της απόλυσης φρένο στις προσλήψεις. Υστερα υπάρχει ο συσχετισμός της ανάπτυξης μιας εταιρείας με τις απολύσεις. Ποια ξένη επιχείρηση θα έρθει να επενδύσει στη Γαλλία αν της πούμε ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα μπορέσει να απολύσει με το πρόσχημα ότι η γερμανική ή ιταλική θυγατρική της πηγαίνει καλά;

Μήπως ο γάλλος πρόεδρος έκανε ένα λάθος υπολογισμού;

Η δυσκολία του Εμανουέλ Μακρόν είναι πράγματι ότι έκανε την επιλογή να θέσει σε εφαρμογή κατά προτεραιότητα μέτρα που θα αργήσουν να έχουν αποτελέσματα: τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας ή της φορολόγησης του κεφαλαίου, για παράδειγμα. Καθυστερεί έτσι τα διανεμητικά μέτρα, όπως τη μείωση του φόρου ακίνητης περιουσίας που θα ωφελήσει τις μεσαίες τάξεις ή την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των φτωχών εργαζομένων. Πρόκειται για μια επιλογή οικονομικά λογική, αλλά πολιτικά λεπτή.

Η Ευρώπη δείχνει να κατευθύνεται σε ένα μοντέλο δύο ταχυτήτων. Πρόκειται για ένα αναγκαίο στάδιο προς τη συλλογική επιτυχία ή για την επιβεβαίωση των αδυναμιών του ευρώ;

Είμαι λιγότερο απαισιόδοξος. Οι αποκλίσεις διογκώθηκαν στην πρώτη δεκαετία του ευρώ προτού αποκαλυφθούν –και επιταθούν –στη δεύτερη. Η σύγκλιση της δεκαετίας του 2000 ήταν τεχνητή. Σήμερα βλέπουμε στην Ισπανία, στην Πορτογαλία να αρχίζει να αποκαθίσταται μια ισορροπία. Η πρόοδος είναι φυσικά ανεπαρκής και πρέπει να σκεφτούμε πώς θα την ενισχύσουμε και θα την επιταχύνουμε: αυτό είναι ένα από τα διακυβεύματα του επανακαθορισμού των διαρθρωτικών πολιτικών. Δεν μπορούμε να σταυρώσουμε τα χέρια μπροστά στην τεράστια διαφορά της ανεργίας μεταξύ Βορρά και Νότου.

Στην Ελλάδα, αποδίδουμε όλα τα δεινά μας στη λιτότητα και στον Σόιμπλε. Εχουμε δίκιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη επένδυσε υπερβολικά στη λιτότητα, ζητώντας όλο και περισσότερα μέτρα από μια οικονομία ήδη πολύ αποδυναμωμένη. Η Ελλάδα δεν πρέπει όμως να επιτρέψει στον εαυτό της να κατηγορεί τους άλλους για τα δικά της λάθη. Από την άποψη αυτή, εγώ, όπως και πολλοί ξένοι παρατηρητές, είμαι σοκαρισμένος από τη δικαστική περιπέτεια του Ανδρέα Γεωργίου. Το μήνυμα που στέλνει η χώρα σας είναι η άρνηση της συλλογικής διαύγειας.