Στη Γερμανία η επιφάνεια των πραγμάτων δεν είναι συγκρουσιακή, έχεις πάντα την αίσθηση ότι όλα κυλούν ομαλά, ότι ακόμα και οι αντιπαραθέσεις εκτυλίσσονται σ’ ένα πλαίσιο. Γι’ αυτό και ξαφνιάζεσαι, όταν συχνά πυκνά κάποιος τραβάει το χαλί και η όμορφη εικόνα αποσυντίθεται. Επισκέπτεσαι, για παράδειγμα, το ολοκαίνουργιο Μουσείο Μπαρμπερίνι στο ιστορικό κέντρο του Πότσδαμ, για να δεις την έκθεση «Από τον Χόπερ στον Ρόθκο». Υστερα από ένα βροχερό, κρύο καλοκαίρι, που έχει φέρει τους Γερμανούς στα όρια της απόγνωσης, όλοι απολαμβάνουν επιτέλους την ηλιόλουστη μέρα. Η έκθεση είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αν και τα μεγάλα ονόματα του τίτλου δεν έχουν την αναμενόμενη εκπροσώπηση: ένας μικρούλης Ρόθκο και δύο σχετικά άγνωστοι Χόπερ.

Οταν τελειώνεις την περιήγηση, βγαίνεις έξω και η πλατεία Alter Markt είναι γεμάτη κόσμο. Σε μια μεγάλη οθόνη προβάλλονται αρχιτεκτονικές κατόψεις, μια γυναίκα μιλάει με ενθουσιασμό στο μικρόφωνο και οι καλεσμένοι (;) πίνουν σαμπανιζέ κρασί, καθισμένοι σε πάγκους με άσπρα τραπεζομάντιλα. Μοιάζει με υπαίθρια δεξίωση. Κοιτάζεις λίγο πιο προσεκτικά. Ανάμεσά τους κυκλοφορούν άνθρωποι με λευκά βαμμένα πρόσωπα και μαύρα κοστούμια που κινούνται σαν ζόμπι. Και πολλοί αστυνομικοί ανακατεμένοι με άνδρες των ειδικών δυνάμεων, ίδιοι με τεράστιους μαύρους αστακούς. Είναι περίεργο, αλλά δεν υπάρχει ήχος. Η φωνή της γυναίκας στο μικρόφωνο χάνεται στον αέρα. Οι μαύροι αστακοί κινούνται προς τους πάγκους και ανασηκώνουν τους ανέκφραστους ανθρώπους με τα λευκά πρόσωπα. Τους τραβούν με βία, όχι δεν είναι ακριβώς βία, δεν είναι η βία που ξέρεις, είναι κάτι άλλο, είναι μια αδιαπραγμάτευτη πυγμή. Εκείνοι, το ίδιο αθόρυβα, αφήνονται να τους σύρουν στο πλάι, εκεί όπου είναι συγκεντρωμένοι κι άλλοι με την ίδια περιβολή. Τους αποθέτουν στο πλακόστρωτο σαν να κρατούν αγάλματα κι εκείνοι μένουν εκεί, μαρμαρωμένοι, αλλά σχεδόν αιωρούμενοι. Ακόμα δεν υπάρχει ήχος. Εσύ όμως μπορείς να νιώσεις την ένταση. Δεν είναι η ένταση που ξέρεις, είναι κάτι άλλο, κάτι καθηλωτικό, είναι ένα βίαιο χέρι που έχει σταματήσει τους δείκτες του ρολογιού. Η σκηνή σε έχει απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό που είσαι βέβαιος πως πρόκειται για κάποιο θεατρικό δρώμενο, μια παράσταση παντομίμας.

Οι μαύροι αστακοί περικυκλώνουν με χάρη χορευτών τη λευκοπρόσωπη ομάδα και την απομακρύνουν σιωπηλά. Κάποιοι που δεν είχες προσέξει και μοιάζουν να εμφανίστηκαν μόλις τώρα χειροκροτούν. Ρωτάς δεξιά αριστερά ποιοι ήταν αυτοί, πού ανήκουν και σου απαντούν: πολίτες. Ενας άνδρας καθισμένος στο ποδήλατό του είναι πρόθυμος να σου εξηγήσει: «Ολα γίνονται γι’ αυτό εδώ». Γυρίζεις το κεφάλι και βλέπεις την παραφωνία που σου είχε ξεφύγει. Ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή κοσμήματα της πλατείας, ένα κτίριο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που επί ΛΔΓ λειτουργούσε ως πολυτεχνείο. «Θέλουν να το κατεδαφίσουν, να ξαναγίνει η πλατεία όπως ήταν επί Φρειδερίκου του Μεγάλου, να αποκτήσουμε την παλιά μας αίγλη, χωρίς παραφωνίες. Θα πουληθεί σε ιδιώτες επενδυτές, όπως έγινε και με το Ανάκτορο Μπαρμπερίνι που το έχτισαν ξανά, όπως ακριβώς ήταν το 1772. Αλλά για πείτε μου», ρωτάει με το λαμπερό του χαμόγελο, «ποιος μπορεί να πληρώνει δεκατέσσερα ευρώ είσοδο για να δει την έκθεση, ποιος μπορεί να καθήσει στο καφέ του μουσείου και να πληρώσει έναν σκασμό λεφτά για μια μπίρα και μια σαλάτα την ίδια στιγμή που οι σερβιτόροι του κακοπληρώνονται; Είμαστε κι εμείς κομμάτι αυτής της πόλης, εμείς δουλεύουμε γι’ αυτούς που μένουν στις όμορφες βίλες, πρέπει κι εμείς να είμαστε σε θέση να πληρώνουμε τη ζωή μας εδώ». Μιλάει ήρεμα, η ελπίδα είναι ζωντανή μέσα του. «Το άσχημο κτίριο μπορεί να καλλωπιστεί, το προσπάθησαν δύο ακτιβιστές, αλλά τους κατέβασαν αμέσως από τη σκάλα και τώρα κατηγορούνται για φθορά ξένης περιουσίας. Φοβερό! Και σήμερα δεν είδατε πώς απομάκρυναν τους διαδηλωτές; Απαγορεύεται λοιπόν να στέκεσαι με βαμμένο πρόσωπο και να διαμαρτύρεσαι βουβά;».

Ισως η σύγκρουση για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του μέλλοντος να ακούγεται στην Ελλάδα της κρίσης σαν καβγάς πολυτελείας. Κι όμως, κρύβει πολλά περισσότερα. Οι ειρηνικοί διαδηλωτές του Πότσδαμ δεν υποδύονταν τυχαία τα ζόμπι. Ολα αυτά τα «καινούργια» κτίρια, όπως συνέβη και με την ανακατασκευή της πρόσοψης του μπαρόκ πρωσικού Ανακτόρου στο Βερολίνο, εκεί όπου υπήρχε επί ΛΔΓ το Σπίτι του Λαού, αποτελούν σε ένα πρώτο επίπεδο θρίαμβο ευημερίας και προόδου. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Αυτοί που νιώθουν άβολα με την αναβίωση του παλιού μεγαλείου, αυτοί που πιστεύουν ότι τα κεφάλαια πρέπει να επενδυθούν αλλού, αυτοί που φοβούνται πως οι ιδιωτικοποιήσεις και οι ανακατασκευές θα συμβάλουν στη φτωχοποίηση των μη προνομιούχων Γερμανών, αυτοί που θεωρούν πως τα σοσιαλιστικά κτίρια είναι κομμάτι της ιστορίας της χώρας και πως, αν τα σβήσεις, δημιουργείται μια παράδοξη ασυνέχεια. «Ολα αυτά εξυπηρετούν κενόδοξες φαντασιώσεις, γίνονται για το θεαθήναι, είναι προσομοιώσεις που οδηγούν σε μια ντισνεϊλαντοποίηση. Πάνω από όλα όμως, αναδεικνύουν ένα εκρηκτικό πρόβλημα ταυτότητας», λέει ένας βερολινέζος φίλος. Η Γερμανία προχωράει μπροστά, αλλά δεν βρίσκεται σε άλλον πλανήτη. Σιγοβράζει κι αυτή στο καζάνι των αλλαγών. Με τον δικό της τρόπο.

Η Αντζη Σαλταμπάση είναι μεταφράστρια και δημοσιογράφος. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο «Μπερλίν»