Η Γερμανία βαριέται και ψηφίζει, για τέταρτη φορά, Μέρκελ. Και μάλλον όχι αδίκως. Οι εξαγωγές των γερμανικών επιχειρήσεων έχουν φθάσει σε ύψη δυσθεώρητα ενώ η ανεργία μειώνεται με ρυθμούς που σε λίγα χρόνια θα την εκμηδενίσουν. Τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί και ο τραπεζικός τομέας δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί. Ο μέσος Γερμανός αισθάνεται ασφαλής και επειδή δεν βλέπει κάποιο εντυπωσιακά λαμπερό πρόσωπο στον ορίζοντα ετοιμάζεται για τέταρτη διαδοχική φορά να ψηφίσει αυτό που γνωρίζει καλύτερα, κι ας έχει αρχίσει να το βαριέται. Την Ανγκελα Δωροθέα (Κάσνερ) Μέρκελ, η οποία κατάφερε, όπως πολύ καλά εξηγεί ο γερμανός ψυχολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Η Γερμανία στο ντιβάνι» Στέφαν Γκρούνβαλντ, να γίνει κατά κάποιο τρόπο η μητέρα προστάτιδα του γερμανικού έθνους. Αλλωστε η ίδια η Μέρκελ μάλλον με χαρά αποδέχθηκε το παρατσούκλι Mutti, μαμά. Με τούτα και με τα άλλα η Ανγκελα Μέρκελ ετοιμάζεται για την τέταρτη θητεία της. Και με ενδεχόμενη την αδυναμία της να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία εδρών στην Μπούντεσταγκ, το ερώτημα που απασχολεί τους πάντες είναι με ποιους θα πάει η Ανγκελα Μερκελ για να συγκροτήσει την νέα κυβέρνηση συνεργασίας. Ενα ερώτημα καθοριστικής σημασίας για την Ευρώπη.
«Το καλύτερο σενάριο για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και ειδικότερα για την Ελλάδα, είναι να συνεχιστεί η λεγόμενη μεγάλη συμμαχία, δηλαδή η κυβέρνηση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών (CDU- CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD)», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, διευθυντής μελετών του εξαιρετικά δραστήριου πολιτικού Ινστιτούτου EPC που λειτουργεί στις Βρυξέλλες υπό την προεδρία του τέως επικεφαλής της ΕΕ Χέρμαν Βαν Ρόμπαϊ.
«Στην περίπτωση αυτή θα έχουν εγκατασταθεί για την ερχόμενη τετραετία τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι κυβερνήσεις με σαφή φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό, ικανές να προχωρήσουν στη θεσμοθέτηση των όποιων αλλαγών έχει ανάγκη η ΕΕ για να αντιμετωπίσει τόσο τις εγγενείς αδυναμίες της όσο και αυτές που θα δημιουργηθούν συνεπεία του Brexit», συνεχίζει ο Εμμανουηλίδης, για τον οποίο το χειρότερο σενάριο δεν είναι άλλο από τη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας CDU και CSU, που στηρίζουν τη Μέρκελ, με το Φιλελεύθερο FDP.
Κατά τον ελληνογερμανό αναλυτή, «το σημερινό FDP του Λίντνερ δεν έχει καμία σχέση με το FDP του Γκένσερ». Και αυτό διότι, όπως εξηγεί, για να επιτύχει την επαναφορά του κόμματος στο πολιτικό προσκήνιο και στην Μπούντεσταγκ, ο νέος πρόεδρος τόνισε τα δεξιά και συντηρητικά χαρακτηριστικά του αποδυναμώνοντας τα φιλελεύθερα. Ετσι, σε αντίθεση με τον Γκένσερ που πρωτοστάτησε στις διαδικασίες για την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη, ο Κρίστιαν Λίντνερ έχει ταχθεί υπέρ της αποχώρησης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Προς τον σκοπό αυτό, αν το FDP συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Χριστιανοκοινωνιστές, θα ζητήσει κατά πάσα πιθανότητα την κατοχύρωση στο ευρωπαϊκό επίπεδο της δυνατότητας αποχώρησης ενός κράτους από την ευρωζώνη χωρίς να είναι υποχρεωτική και η έξοδός του από την ΕΕ όπως ισχύει σήμερα. Μια πρόταση που χωρίς αμφιβολία θα ταράξει τα νερά της ευρωζώνης, επαναφέροντας στην επικαιρότητα το ενδεχόμενο ενός Grexit.
Η εν λόγω προοπτική φοβίζει όχι μόνο την Αθήνα, αλλά και πολλές άλλες πρωτεύουσες, αρχής γενομένης από το Παρίσι και τη Ρώμη.
Οι πιθανότητες συγκρότησης μιας τέτοιας κυβέρνησης θα είναι ιδιαίτερα μεγάλες αν οι Σοσιαλδημοκράτες δουν την εκλογική τους δύναμη να συρρικνώνεται σε ποσοστά μικρότερα από αυτά των προηγούμενων εκλογών, κάτι που οι δημοσκοπήσεις δεν αποκλείουν εντελώς. Στην περίπτωση αυτή θα προτιμήσουν να μείνουν εκτός εξουσίας, ελπίζοντας πως έτσι θα αποκαταστήσουν εκ νέου τις επαφές τους με τις λαϊκές μάζες.