Τα μάτια του Χάρι Ντιν Στάντον, ο οποίος πέθανε την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 91 ετών, κουβαλούσαν πάντα πίσω τους μια ιστορία. Εχει πολλές φορές ειπωθεί πως μια ταινία γινόταν αμέσως καλύτερη με το που εμφανιζόταν στην οθόνη. Αυτός ήταν ο λόγος. Υπήρχε μια κατάσταση μετατραυματικού σοκ στις κινήσεις και τις εκφράσεις του, η αδιόρατη αίσθηση πως κουβαλά στους ώμους του το βάρος ενός σημαντικού γεγονότος που τον σημάδεψε, τον άλλαξε και τον καθόρισε. «Συνηθισμένοι, “κανονικοί” άνθρωποι –τους μισώ!» ακουγόταν να λέει στο αριστουργηματικό cyberpunk διαμάντι «Repo Man» του Αλεξ Κοξ (1984) και η φράση αυτή από τα χείλη του δεν κουβαλούσε τίποτα το απλοϊκό και το αντιδραστικό. Παρά μόνο μια βαθιά συνειδητότητα συνδυασμένη με θλίψη. Ακόμα και ο θυμός του επί της οθόνης εξέπεμπε πόνο. Γι’ αυτό άλλωστε μπορούσε και να είναι αστείος όταν η σκηνή το απαιτούσε. Οπως μας είπε και ο Γούντι Αλεν στις «Απιστίες και αμαρτίες», κωμωδία θα πει «τραγωδία + χρόνος».
Γεννημένος στο Ιρβαϊν του Κεντάκι το 1926, καταπιάστηκε με την υποκριτική στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και λίγα χρόνια αργότερα νοίκιασε ένα διαμέρισμα παρέα με τον επιστήθιο φίλο του Τζακ Νίκολσον. Τα ξενύχτια τους, εκείνη την εποχή, μνημειώδη (την παρέα συμπλήρωναν ο Ντέιβ Κρόσμπι και η Μάμα Κας) μέχρι που ξεκίνησε τις μικρές εμφανίσεις σε χαρακτηριστικές ταινίες, όπως στα «13 εγκλήματα ζητούν ένοχο» του Αλφρεντ Χιτσκοκ, στο γουέστερν «Ride in the Whirlwind» του Μόντε Χέλμαν (σε σενάριο Τζακ Νίκολσον), αλλά και στο «Cold Hand Luke» του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ, με τον Πολ Νιούμαν. Και στη δεκαετία του 1970 έκανε χαρακτηριστικές εμφανίσεις τόσο σε ξεχασμένα αριστουργήματα (όπως το «Straight time» του Ούλου Γκρόσμπαρντ, δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν) όσο και σε ξακουστές ταινίες, σαν τον δεύτερο «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, αλλά και το πρώτο «Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ.
«ΠΑΡΙΣΙ – ΤΕΞΑΣ». Στο βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Παρίσι – Τέξας» του 1984, η φιγούρα του Χάρι Ντιν Στάντον περιπλανιέται από το Μεξικό προς την Αγρια Δύση. Δείχνει βαθιά εσωστρεφής, σε βαθμό αυτισμού. Το μόνο που τον καθοδηγεί είναι η ακατανίκητη επιθυμία του να ξαναβρεί την οικογένειά του: τη νεαρή γυναίκα του Τζέιν (μια υπέροχη Ναστάζια Κίνσκι), της οποίας τη ζωή θεωρεί ότι έχει θέσει σε κίνδυνο λόγω της παθολογικής του ζήλειας, και τον επτάχρονο γιο του Χάντερ. Μια βραδυφλεγής ιστορία (κοινός τόπος στις δουλειές του Σαμ Σέπαρντ, σε σενάριο του οποίου βασίστηκε το φιλμ –τον χάσαμε κι αυτόν πρόσφατα) εκ της οποίας όμως αναδύεται η μυθική διάσταση του αμερικανικού τοπίου, μια διάσταση που μονάχα το βλέμμα ενός εκστασιασμένου (βλέπε «ευρωπαίου») επισκέπτη μπορούσε να «αιχμαλωτίσει» στο σελιλόντ. Γιατί μπορεί η ιστορία να λαμβάνει χώρα το 1984, ο χρόνος όμως στο «Παρίσι – Τέξας» φαντάζει ρευστός, αχανής. Όπως συμβαίνει στα παραμύθια. Και αυτή την αλλόκοτη διάσταση της μορφής του «έπιασε» ο Ντέιβιντ Λιντς: ο Χάρι Ντιν Στάντον εμφανίστηκε σε τέσσερις ταινίες του και, αν το προσέξετε, το ίδιο το πρόσωπο του κουβαλά αυτόν τον ιδιότυπο μύθο της Αμερικής που συναντάμε στο σινεμά του Λιντς, μια Αμερική «σκληρή» σαν άγονη γη, αλλά και γεμάτη από μια αδιευκρίνιστη, σπαρακτική δύναμη. Ο τελευταίος του ρόλος ήταν στην ταινία «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς που θα έχει την πρώτη της προβολή στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πολλοί μιλούν για αριστούργημα –και δεν είναι λίγες οι φωνές που αναφέρουν ενδεχόμενη υποψηφιότητα για Οσκαρ. Για το οποίο –τι ειρωνεία –δεν υπήρξε ποτέ υποψήφιος όσο ζούσε.