Υπενθυμίζω στους τακτικούς, εδώ και 46 χρόνια, αναγνώστες μου την ομολογημένη αδυναμία μου να αντισταθώ στη γοητεία που μου ασκεί η φάρσα στο θέατρο και στο σινεμά, αλλά και στην ίδια την καθημερινότητα.
Βέβαια, ο όρος φάρσα είναι πολύ νεότερος από το είδος λογοτεχνίας, τέχνης και ηθών που χαρακτηρίζει. Η φάρσα ως λέξη έρχεται από τη ρωμαϊκή ιστορία και έχει να κάνει κατ’ αρχάς με ένα καθημερινό λαϊκό έδεσμα, μια σαλάτα τουρλού τουρλού που έλεγε και η γιαγιά μου. Είναι μια σαλάτα από ποικίλα φαγώσιμα προϊόντα κυρίως του οικιακού κήπου, μια σαλάτα του φτωχού. Ο,τι βρίσκεται, βρε αδελφέ!
Από κει και πέρα, και ένα λαϊκό θεατρικό δρώμενο με ποικίλα και αλλοπρόσαλλα ευρήματα πήρε αυτό το όνομα. Μόνο που δεν ήταν νέο είδος θεάτρου. Ερχόταν από τα βάθη των αιώνων και μας παραδόθηκε από διάσημα λογοτεχνικά κείμενα, ακόμα και θρησκευτικά. Ο Ομηρος βρίθει από σκηνές φαρσικές, αλλά και η Γραφή, και η Μαχαμπαράτα, και η ιστορία από τους ιθαγενείς του Περού και των ερυθροδέρμων της Αμερικής. Η πλειονότητα των λαϊκών παραμυθιών όλων των εποχών περιέχει και ιστορίες φάρσας, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι ο καθημερινός παραλογισμός τραβηγμένος στα άκρα. Το να παγιδέψεις κάποιον και έναντι πινακίου φακής να του οικειοποιηθείς το δικαίωμα του πρωτοτόκου και να καρπωθείς τα οφέλη του, φάρσα είναι. Και να δραπετεύσεις από ένα σπήλαιο που φυλάει ένας τερατώδης Κύκλωπας που έχεις τυφλώσει καλυπτόμενος κάτω από το σώμα γιδοπροβάτων, φάρσα τραγική είναι, όπως τραγική φάρσα είναι ένας λύκος να ντύνεται γιαγιά και να υποδέχεται μια εγγονούλα που έρχεται να φέρει φαγητό στη γιαγιάκα της! Τραγική φάρσα είναι μια μαντεία να καθυσηχάζει έναν ηγέτη πως μόνο αν ένα δάσος περπατήσει και από έναν αντίδικο που δεν έχει γεννηθεί από γυναίκα θα χάσει τον θρόνο του, και του συμβούν όλα αυτά στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Δεν έχουμε δυστυχώς δείγματα, αλλά στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου αναφέρεται συχνά η μεγαρική φάρσα, θεατρόμορφο δρώμενο λαϊκό και άκρως βωμολοχικό. Ο Αριστοφάνης συχνότατα το ξορκίζει, αλλά πονηρά τάχα μου για να το γελοιοποιήσει μιμείται τα χυδαία σκατολογικά και σεξουαλικά του στερεότυπα!
Η ρωμαϊκή φάρσα είχε τέτοια στερεότυπα και τροφοδότησε τις αρένες των πολυεθνικών στρατών των ρωμαίων αυτοκρατόρων και των παλαιμάχων μετά τον σκοτεινό αντιθεατρικό Μεσαίωνα, που, βέβαια, δεν εξαφάνισε τους περιοδεύοντες μίμους, οι οποίοι έβγαλαν πάλι την τολμηρή τους γλώσσα γύρω στον ευρωπαϊκό 10ο αιώνα μετά Χριστόν. Και τότε τα θεατρικά δείγματα είναι δύο ειδών: θρησκευτικά και λαϊκά βωμολοχικά. Συχνά στα θρησκευτικά δρώμενα με αγιολογικά ή χριστολογικά θέματα το φαρσικό στοιχείο εμφανιζόταν ως χυδαιότητες που φορτώνονταν στους διαβόλους, οι οποίοι παίζονταν από λαϊκούς αποσυνάγωγους μίμους, ενώ τα άγια πρόσωπα τα έπαιζαν ιερείς!
Πάντως, η πρώτη φάρσα στην ευρωπαϊκή ιστορία του θεάτρου γύρω στα 1400 μ.Χ. είναι η «Φάρσα του δικηγόρου Πατελίνου», που σαφώς έχει ήδη περιλάβει και τα πρώτα φαινόμενα ενός νεοαστικού παραβατισμού, εδώ του μικροαπατεώνα, μικροεκβιαστή, μικροκαταφερτζή δικηγόρου. Την ίδια εποχή, υπάρχουν φάρσες με μοιχούς παπάδες και κερατάδες μυλωνάδες. Ηρωες φάρσας γιατρούς θα αργήσει να δει η Ευρώπη. Πάντως, τα πρώτα φαρσικά νούμερα με γιατρούς αναφέρονται σε νευρολόγους – ψυχιάτρους πιο τρελούς από τους πελάτες τους! Τυποποίηση του φαρσικού κώδικα στη σκηνή θα κωδικοποιήσει η κομέντια ντελ άρτε, παρόλο που και η λόγια κωμωδία (η ερουντίτα π.χ. του Μακιαβέλι) έχει έξοχα φαρσικά στοιχεία που έρχονται ταξιδεύοντας από τη μεγαρική φάρσα, τον Μένανδρο και τον Πλαύτο και αργότερα τον Ρουτζάντε.
Η φάρσα που γνωρίζουμε σήμερα και συνεχίζει να τροφοδοτεί θέατρα, σινεμά και τηλεόραση, αλλά και τα θέατρα ποικιλιών και την ελληνική επιθεώρηση, είναι παιδί της Γαλλικής Επανάστασης και κυρίως έχει ως στόχο τα μικροαστικά ή μεγαλοαστικά ήθη, τα αστικά επαγγέλματα (Εκκλησία, εμπορική Δικαιοσύνη, παιδεία, επιστήμες, στρατός) και τους αστικούς θεσμούς (γάμοι, νόθα τέκνα, κληρονομικά δικαιώματα, νέα εργαλεία και νέες μεθόδοι).
Στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Αγγλία, Γερμανία, αλλά δειλά δειλά και η Ρωσία μετά τη Γαλλική κυρίως Επανάσταση πλημμύρισαν από φάρσες που γελοιοποιούν, καυτηριάζουν, σατιρίζουν τα αστικά ήθη και ιδιαίτερα τη μοιχεία. Ας μη λησμονούμε πως στην Καθολική Εκκλησία απαγορεύεται το διαζύγιο, έτσι ώστε οργιάζουν οι παράνομες ερωτικές σχέσεις κρυφίως.
Θυμίζω πως η αγγλικανική εκδοχή του χριστιανισμού (τυπικό καθολικό, δόγμα προτεσταντικό) είναι εφεύρημα του Ερρίκου Η’, που, αφού είχε δολοφονήσει πολλές πρώην συζύγους, μην μπορώντας να δολοφονήσει τη σύζυγό του πριγκίπισσα της Γαλλίας διακινδυνεύοντας πόλεμο, την έδιωξε για να παντρευτεί την Αννα Μπολέιν (μητέρα της αργότερα μεγάλης Ελισάβετ που θεωρούνταν από το Βατικανό νόθη –αλλά και την Μπολέιν τη δολοφόνησε) και για να το πετύχει έφυγε από τη σκέπη του Πάπα και του Βατικανού!
Αυτά όλα δεν σας θυμίζουν φαιδρές ή τραγικές φάρσες; Εξάλλου, ποιος σήμερα μπορεί να αρνηθεί πως η ίδια η Ιστορία δεν προχωρεί πολύ συχνά αντιγράφοντας μεγάλες θεατρικές φάρσες ή το αντίθετο, το θέατρο μιμείται την ιστορία ως φάρσα. Δείτε τον Κορεάτη Κιμ και τον Αμερικανό Τραμπ, παρακαλώ. Πόσο μικρή είναι η απόσταση που χωρίζει τη φάρσα από την τραγωδία.
Ο μεγάλος συγγραφέας της αστικής φάρσας υπήρξε ο Λαμπίς. Ο τέλειος μορφολογικά ορθολογιστής της κωμικής φαρσικής φόρμας. Ο Ιψεν ομολογούσε πως μιμήθηκε την τέλεια γεωμετρική φόρμα του Λαμπίς.
Και στο τέλος του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα, μέγας ενορχηστρωτής φαρσών υπήρξε ο Φεϊντό. Εχουμε κατά καιρούς χαρεί πολλές κωμωδίες αυτού του δαιμόνιου θεατρικού φαρσέρ. Και έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πως η Γαλλία μάς προίκισε με μεγάλα φαρσικά έργα. Ποια; Η Γαλλία, η πατρίδα του ορθολογισμού. Αυτή τροφοδότησε ως αντίδοτο τη γελοιοποίηση της λογικής, αυτή οδήγησε το θέατρο στον παραλογισμό. Εξάλλου και το σύγχρονο παράλογο θέατρο γεννήθηκε στη Γαλλία, ανεξάρτητα αν το υπηρέτησαν γράφοντας γαλλικά ιρλανδοί, ισπανοί, αλγερινοί, άγγλοι, ρουμάνοι και σλάβοι συγγραφείς.
Είδα στον Βύρωνα μια έξοχα οργανωμένη φάρσα του Φεϊντό («Γουρούνι στο σακί») από τον Γιάννη Καραχισαρίδη παιγμένο από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης που έως πρόσφατα διηύθυνε με οίστρο ο Μιχάλης Αεράκης.
Σε μια χυμώδη, γεμάτη έξοχους ρυθμούς μετάφραση της έμπειρης Ερσης Βασιλικιώτη, ο σκηνοθέτης μέσα σ’ ένα ευέλικτο για περιοδεία σκηνικό του Χαλκιά και ωραία κοστούμια της Βάλιας Μαργαρίτη δημιούργησε με τους ταλαντούχους συνεργάτες του, όλους έμπειρους στο είδος και υποψιασμένους στα μυστικά της φαρσικής γλώσσας, έναν χείμαρρο ευρηματικών λύσεων, ανατροπών και παράλογης ακροβασίας.
Ο Δημήτρης Πιατάς, ηθοποιός με τη σφραγίδα του κωμικού οίστρου περασμένου μέσα από τη μάσκα της θείας αφέλειας, θριάμβευσε.
Δίπλα του το φαινόμενο Θανάσης Τσαλταμπάσης. Αυτός ο ιδιοφυής ηθοποιός έχει μέσα του και εκπέμπει την καρικατούρα με αξιολάτρευτο μέτρο, σπάνιο προσόν για κωμικό, που συνήθως γοητεύεται από την υπερβολή.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος στέρεος και λιτός, ο Γιάννης Δρακόπουλος συνεχώς προσθέτει προσόντα στα προσόντα του, ο Βασίλης Πουλάκης έχει σπάνια εφόδια για κωμικό μπούφο.
Η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και η Μαρία Γεωργιάδου με άνεση ισορρόπησαν στις δύο ερωτόληπτες ντάμες που υποδύθηκαν με ένδυμα σεμνοτυφίας.
Μετάφραση: Ερση Βασιλικιώτη
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καραχισαρίδης
Σκηνικά: Αντώνης Χαλκιάς
Κοστούμια: Βάλια Μαργαρίτη
Ερμηνείες: Δημήτρης Πιατάς, Θανάσης Τσαλταμπάσης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Μαρία Γεωργιάδου, Δήμητρα Σιγάλα, Γιάννης Δρακόπουλος, Βασίλης Πουλάκος