Τo μιούζικαλ σε δύο πράξεις του Δημήτρη Μαραμή, στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, μια παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 2017 στην Εναλλακτική Σκηνή του Ιδρύματος Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Την περασμένη Παρασκευή δόθηκε στο Ηρώδειο η παράσταση του «Ερωτόκριτου» στο πλαίσιο των καλοκαιρινών εκδηλώσεων.
Ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου είναι ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας, γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, τέσσερις αιώνες πριν, γύρω στα 1600, στην Κρήτη. Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας και ένα από τα σημαντικότερα της Αναγέννησης και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πραγματεύεται μια ιστορία αγάπης, έναν μεγάλο έρωτα, που περνώντας μέσα από δυσκολίες και εμπόδια έχει ευτυχή κατάληξη. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα αποτελούν πλέον σύμβολα, σημεία αναφοράς.
Ο συνθέτης καταπιάστηκε για πρώτη φορά με το έργο το 2011 για να γράψει τη μουσική και τα τραγούδια στη θεατρική παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, στο Ακροπόλ. Εκτοτε η επαφή του με τον «Ερωτόκριτο» πήρε πολλαπλάσιες διαστάσεις. Το μιούζικαλ που παρακολουθήσαμε συνδυάζει ήχους της κρητικής μουσικής και γενικότερα της ελληνικής παραδοσιακής, ενώ διαθέτει στοιχεία τζαζ, μπλουζ και ροκ. Το αποτέλεσμα έχει δύναμη και συγκίνηση, μελωδία και ρυθμό. Υποστηρίζεται δε από τον στίχο και πολλαπλασιάζει τη δυναμική του.
Τι να πει κανείς για το κείμενο, όταν έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Πρεβελάκη, τον Παλαμά και τον Σεφέρη; «Για σένα εγεννήθηκε στον Κόσμον το κορμί μου», μια, από τις πάμπολλες, αφοπλιστικές φράσεις του Κορνάρου, γραμμένη πριν από 400 χρόνια…
Οι παρεμβάσεις του Δημήτρη Μαραμή στην παράσταση, ο οποίος υπογράφει και το λιμπρέτο –δημιούργησε διαλόγους, έκανε την ανασύνθεση κάποιων σκηνών -, είχαν στόχο να συμβάλουν στην κατανόηση του κειμένου και στην ομαλότερη σκηνική ροή των γεγονότων. Γι’ αυτό και ενσωματώθηκαν πλήρως. Ισως η χρήση της λέξης «έρωτας» στην παράσταση –εμβόλιμη στο κείμενο –να έφτασε στα όρια της κατάχρησης, σε ένα έργο που ο τίτλος του τα λέει όλα.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία έστησε έναν σύγχρονο – άχρονο κόσμο: μια κινούμενη σκαλωσιά σε όλο το πλάτος της σκηνής σχημάτιζε σκάλες, γέφυρες, μπαλκόνια αλλά και φυλακή, ένα-δυο τραπέζια και στο βάθος η μεγάλη οθόνη, εκεί όπου προβάλλονταν εκφράσεις και λεπτομέρειες των ηρώων, μέσα από το live video.
Η παράσταση κινήθηκε μέσα σε ένα πιο σκοτεινό σύμπαν, εστιάζοντας στο αδύνατο του έρωτα ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και στην Αρετούσα, παρά στο happy end. Ο ίδιος ο συνθέτης είχε αναφέρει σχετικά ότι το ενδιαφέρον του ήταν περισσότερο εστιασμένο στη σκηνή της αναγνώρισης παρά στο χαρούμενο φινάλε. Λογικό. Η δύναμη του «Ερωτόκριτου» σε σπρώχνει σε μονοπάτια σκότους –και το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» του Βιτσέντζου Κορνάρου διόλου αναμενόμενο είναι. Εκπλήσσει.
Σε αυτή λοιπόν τη σκηνική εκδοχή του ελληνικού μιούζικαλ επικράτησε μια ισορροπία. Το μουσικό σύμπαν βρήκε, με κάποιες εξαιρέσεις (τα κοστούμια του «Χορού», οι ειρωνικές πινελιές, όπως η στολή για τένις, στα κοστούμια του βασιλιά), εφαρμογή στη σκηνοθεσία του Ρήγου. Η πεντάδα των πρωταγωνιστών, με κορυφαίο στην ερμηνεία (φωνής και υπόκρισης) τον Θοδωρή Βουτσικάκη στον ρόλο του Ερωτόκριτου, συνέβαλε στο αποτέλεσμα. Κι εδώ η φωνητική συνεργασία ανάμεσα στους λυρικούς ερμηνευτές και τους έντεχνους λειτούργησε συμπληρωματικά.