Θα σας πω μια ιστορία όπως την άκουσα κι εγώ πριν από χρόνια. Δεν ξέρω αν τη θυμάμαι πια με ακρίβεια σε όλες της τις λεπτομέρειες. Δεν μπορώ να σας εγγυηθώ καν ότι η ίδια η ιστορία είναι αληθινή, εν μέρει αληθινή ή και καθ’ ολοκληρίαν επινοημένη (όχι πάντως από μένα). Είναι από εκείνες τις ιστορίες που θέλουμε να είναι αληθινές κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι είναι αληθινές, ακόμη και όταν μας παρουσιάζουν συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο. Κάπως σαν την εθνική μας εθελοτυφλία.
Ενα καλοκαίρι, προς τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε κάποιο ορεινό χωριό της Ελλάδας, εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος γερμανός τουρίστας. Αυτό από μόνο του δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Πολλοί ηλικιωμένοι γερμανοί τουρίστες είχαν βάλει στο μάτι διάφορα σπίτια του χωριού, ορισμένα εγκαταλειμμένα εδώ και καιρό, δυο-τρία κυριολεκτικά υπό κατάρρευση. Ηθελαν να τα αποκτήσουν, να τα ανακαινίσουν και να έρχονται τα καλοκαίρια, αν όχι να εγκατασταθούν μόνιμα. Δεν ήθελαν να πέσει η αυλαία στην Πρωσία ή στη Βαυαρία. Ηθελαν να χορτάσουν τον ήλιο της Μεσογείου. Να πεθάνουν στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ηλικιωμένος διέφερε από τους υπόλοιπους. Το βαλάντιό του μετά βίας έφτανε, όχι για ν’ αγοράσει σπίτι, μα για να καλύψει τα λιγοστά έξοδά του τις δέκα μέρες που θα έμενε στο χωριό. Ηταν επίσης εξαιρετικά λιτοδίαιτος. Την έβγαζε καθημερινά με μια χωριάτικη σαλάτα και όταν σουρούπωνε ξεκινούσε μια περίεργη διαδικασία. Καθόταν στην ταβέρνα του χωριού και παράγγελνε ένα μπουκάλι ρετσίνα. Αδειαζε το ποτήρι του αργά αργά, τελετουργικά κι έπειτα, παραπατώντας, επέστρεφε στο μικρό δωμάτιο που είχε νοικιάσει. Αυτό κάθε βράδυ. Δεν ζητούσε ποτέ μεζέ για να συνοδέψει τη ρετσίνα του και αν του έβαζαν χωρίς να τον ρωτήσουν, δεν τον άγγιζε. Δεν έμοιαζε τόσο με απόλαυση. Πιο πολύ με τιμωρία.
Δεν ενθάρρυνε την κουβέντα με τους ντόπιους. Με λίγα σπαστά αγγλικά εξηγούσε ότι είναι «συνταξιούχος» και κλεινόταν πάλι ερμητικά στον εαυτό του. Σιωπηλός κατέβαζε τη ρετσίνα του ξεροσφύρι. Μονάχα το τελευταίο βράδυ, την παραμονή της αναχώρησής του, ήταν αναπάντεχα εξομολογητικός.
Είπε πως είχε περάσει ξανά από αυτά τα μέρη το καλοκαίρι του 1943. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε περάσει από το ίδιο χωριό –άλλωστε, τότε, στα μάτια του όλα τα ελληνικά ορεινά χωριά φαίνονταν όμοια. Ηταν ένας νεαρός αξιωματικός της Βέρμαχτ. Επικεφαλής ενός καταδιωκτικού αποσπάσματος. Μπήκαν στην ταβέρνα ενός χωριού να ρωτήσουν, ως συνήθως, αν συχνάζουν εκεί γύρω αντάρτες. Ο ταβερνιάρης –ένας ηλικιωμένος χωριανός, πιο ηλικιωμένος από τον ίδιο σήμερα –θέλησε να τους καλοπιάσει. Κέρασε τον αξιωματικό ένα ποτηράκι ρετσίνα. Ο αξιωματικός δεν είχε πιει ρετσίνα στη ζωή του. Βρήκε τη γεύση της απαίσια. Την έφτυσε στο πάτωμα. Αρχισε να ουρλιάζει στα γερμανικά ότι ο ταβερνιάρης προσπαθούσε να τον δηλητηριάσει.
Ο ταβερνιάρης τρομοκρατήθηκε. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο αξιωματικός, αλλά τον έβλεπε εκτός εαυτού και κατανοούσε ότι κάτι έτρεχε με τη ρετσίνα που έφτυσε. Αρπαξε το μπουκάλι και άρχισε να κατεβάζει τη ρετσίνα στα σωθικά του. Σταματούσε κάπου κάπου, έλεγε στον αξιωματικό «γκουτ, γκουτ!» κι έπειτα ξανάρχιζε.
Τότε ο αξιωματικός είδε. Για πρώτη φορά στη ζωή του είδε. Οπως ο Σαούλ στον δρόμο για τη Δαμασκό. Υποσχέθηκε νοερά στον εαυτό του πως εάν κατάφερνε να βγει ζωντανός από αυτόν τον πόλεμο, θα γυρνούσε κάποτε σε αυτά τα μέρη και θα έπινε ένα μπουκάλι ρετσίνα κάθε βράδυ. Οσο άντεχε. Το στομάχι ή το πορτοφόλι του.
Την επομένη έφυγε. Δεν γύρισε ποτέ.