Ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας είναι αναμφίβολα μείζων. Κι αυτό είναι κάτι που δεν τεκμαίρεται μόνο από την ηρωική αντίσταση των φοιτητών στη χούντα των συνταγματαρχών. Πιστοποιείται και από τις διεκδικήσεις τους σε λιγότερο δύσκολους καιρούς. Από την επιθυμία τους να περιχαρακώσουν ως αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα την ακαδημαϊκή τους ελευθερία.
Ο νόμος – πλαίσιο του 1982 δεν είχε άλλον από αυτόν τον στόχο. Και από αυτήν την άποψη ήταν ένας νόμος – ορόσημο για μια δημοκρατία που άρχιζε επιτέλους να εδραιώνεται τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και στη συνείδηση των πολιτών. Ο,τι είναι όμως επαναστατικό σε μια συγκεκριμένη εποχή, είναι συντηρητικό σε μια κατοπινή. Και ακριβώς αυτό το πισωγύρισμα είναι το βασικό πρόβλημα στον πρόσφατο νόμο του υπουργείου Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τα επίχειρα αυτού του πισωγυρίσματος αρχίζουν να γίνονται ορατά με τις αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες στις οποίες θα υποχρεωθούν τα πανεπιστήμια το προσεχές διάστημα με την προσθήκη της εκλογής εκπροσώπων φοιτητών, διοικητικών υπαλλήλων κ.λπ. στη Σύγκλητο. Αρκεί ένα και μόνο στοιχείο από το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ»: ένα ίδρυμα με 25 τμήματα και δέκα σχολές θα πρέπει να στήσει κάλπες 35 φορές.
Το πανεπιστήμιο όμως πρέπει να είναι λίκνο της διάδοσης της γνώσης, της συνεχούς και απρόσκοπτης έρευνας, της διακίνησης των ιδεών και της ελευθερίας της έκφρασης. Οχι εργαστήριο εκλογικών διαδικασιών και ναός μιας εκλογολαγνείας που ασφαλώς δεν έχει καμία σχέση με τον μείζονα ιστορικό του ρόλο.