ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας, ύστερα από αρκετές καθυστερήσεις, αποφασίστηκε η στερέωση του δυτικού βάθρου και η θεμελίωση του ανατολικού μεσόβαθρου του γεφυριού, εργασίες οι οποίες θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα. Με τον χειμώνα προ των πυλών, αν δεν δοθεί μάχη με τον χρόνο, υφίσταται ο κίνδυνος κατάρρευσης των τμημάτων που έχουν απομείνει. Η υλοποίηση των εργασιών προχωρά ήδη με καθυστέρηση τουλάχιστον ενός έτους και σύμφωνα με τους αρμοδίους, η ολοκλήρωση του γεφυριού μετατίθεται, εκτός απροόπτου, για το φθινόπωρο του 2019…
Η γραφειοκρατία, οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες αλλά και η προβληματική συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων οδήγησαν στο σημείο αυτό.
«Δεν ξέρω αν είναι σωστό να μιλάμε για καθυστέρηση. Πρέπει να αναλογιστούμε ότι με τις συνθήκες που υπάρχουν εκεί μπορεί κάποιος να δουλέψει μόνο έναν με ενάμισι μήνα τον χρόνο. Επίσης πρόκειται για μια ιδιαίτερη κατασκευή. Πρόσφατα υπεγράφη η δεύτερη προγραμματική σύμβαση με φορέα υλοποίησης το υπουργείο Μεταφορών. Οι διαδικασίες που προβλέπει η νομοθεσία είναι χρονοβόρες ούτως ή άλλως» λέει η Αμαλία Ανδρουλιδάκη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων. «Αξιοποιώντας τις μελέτες του ΕΜΠ προσπαθούμε να επιλύσουμε τα δυσκολότερα θέματα, όπως το στατικό, και ταυτόχρονα γίνονται μικροεργασίες. Η περιφέρεια, τελειώνοντας όσα προέβλεπε η πρώτη προγραμματική σύμβαση, έχει προχωρήσει στη στερέωση του ανατολικού μεσόβαθρου και μένει να γίνει ο κεφαλόδεσμος που δεν πρόλαβαν πέρυσι. Παράλληλα έγιναν διερευνητικές εργασίες για τα προβλήματα υποσκαφής που παρουσιάστηκαν στο δυτικό μεσόβαθρο, για τα οποία συζήτησε και η επιστημονική επιτροπή» λέει η Αμαλία Ανδρουλιδάκη.
«Θα πρέπει να αρθεί σύντομα η βλάβη στο δυτικό βάθρο ώστε η γέφυρα να είναι έτοιμη για να ξεκινήσουν οι εργασίες στις αρχές της άνοιξης. Δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία σε τέτοιο έργο, δεν ξέρω αν έχει φτιαχτεί ξανά γέφυρα με πέτρα. Θα χρειαστούν σίγουρα δύο καλοκαίρια. Δεν θεωρώ, όμως, ότι υπάρχει καθυστέρηση. Είναι αλλιώς να το σχεδιάζει κάποιος και αλλιώς στην πράξη…» λέει η Αμαλία Ανδρουλιδάκη.
Επιφυλακτικός για την πορεία των εργασιών εμφανίζεται από την πλευρά του ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης. «Εμείς ως περιφέρεια είχαμε εμπλοκή στην πρώτη φάση του έργου και ό,τι είχαμε αναλάβει να φέρουμε εις πέρας το κάναμε. Εγώ θέλω πράξεις, ο κόσμος έχει χορτάσει από κουβέντες. Μερικές φορές είναι πολλοί οι λογάδες κι ας είμαστε των θετικών επιστημών. Μετά την τελευταία σύσκεψη που έκανε η υπουργός στην περιοχή, κάπου ισορρόπησε το σύστημα, να δούμε τι θα γίνει παραπέρα» λέει στα «ΝΕΑ». «Μέχρι σήμερα εμείς τα έχουμε φτιάξει όλα. Τώρα ετοιμαζόμαστε για το δυτικό βάθρο για το οποίο βρήκαν ότι έχει βράχο από κάτω, θέλει μια προστασία. Θα το κάνουμε κι αυτό, θα βάλουμε και τον κεφαλόδεσμο στους πασσάλους και θα τελειώσουμε» συμπληρώνει.
Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ. Για το έργο έχει ήδη εξασφαλιστεί χρηματοδότηση περίπου 5,5 εκατομμυρίων ευρώ και στην υλοποίησή του εμπλέκονται επτά διαφορετικοί φορείς, ενώ μέχρι σήμερα, όπως παραδέχθηκε η Λυδία Κονιόρδου, δεν υπήρξε πάντοτε καλή συνεργασία μεταξύ τους.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Χτισμένο το 1866 από τον φημισμένο πραμαντιώτη μάστορα Κωνσταντίνο Μπέκα, το γεφύρι της Πλάκας συνδέθηκε με τη νεότερη Ιστορία της χώρας. Η κατασκευή του κόστισε 180.000 οθωμανικά γρόσια και αποτέλεσε ένα επίτευγμα για την εποχή. Το προηγούμενο γεφύρι που είχε κατασκευαστεί στο σημείο είχε γκρεμιστεί την ημέρα των εγκαινίων του. Το κόστος είχε καλυφθεί από τις τοπικές κοινότητες και από τον ηπειρώτη επιχειρηματία Γιάννη Λούλη, οι απόγονοι του οποίου προσφέρθηκαν να συνδράμουν μέσω χορηγίας και στην αναστήλωση του γεφυριού το 2015.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το γεφύρι βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς, αλλά υπέστη περιορισμένες ζημιές. Το 1944 εκεί υπεγράφη η συμφωνία κοινής δράσης μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ.
Μέχρι την κατάρρευσή του το γεφύρι αποτελούσε το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με το άνοιγμα της καμάρας του να φτάνει τα 40 μέτρα.