Δεν έχω συναντήσει ώς τώρα φανατικό θαυμαστή της πολιτικής τής Μέρκελ στη Γερμανία. Για τους περισσότερους, η Μέρκελ όχι μόνο κρατάει γερά τα ηνία του κράτους, αλλά με τον «ορθολογικό πραγματισμό» της μετατόπισε, και μάλιστα προς τα αριστερά, το «κέντρο της κοινωνίας» όπως το εννοεί η CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ενωση). Και για την ίδια τη CDU, η κρυφή επιτυχία της ηγεσίας της Μέρκελ έγκειται στον συνδυασμό κρατικού ελέγχου προς όφελος του status quo –δηλαδή των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων, επιχειρήσεων, οργανισμών, αυτοκινητοβιομηχανίας κ.ά. –με τάση προσαρμογής σε σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις.
Αυτό είναι βέβαια πρόβλημα για την υπόλοιπη CDU/CSU (Ενωση) αλλά ταυτόχρονα υποσκάπτει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η CDU συσπειρώνεται πίσω από τη στάση της Μέρκελ, θεωρώντας πως εκπροσωπεί αυτό που επιθυμούν οι ψηφοφόροι. Μόνο που αυτή η στάση ισούται με απουσία στάσης. Τα αιτήματα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν είναι καινούργια. Ολα να παραμείνουν ως έχουν –αυτό λέει το πρόγραμμα του κόμματος. Στη Γερμανία η πλειοψηφία εμπιστεύεται την υπόσχεση σταθερότητας. Οποιος ψηφίζει τους Χριστιανοδημοκράτες, επιλέγει τη συνέχιση της ίδιας πορείας. Η στήριξη του status quo, όσο δεν υπάρχει οικονομική κρίση, βρίσκει ανταπόκριση στον κόσμο του κέντρου. Γενικά είναι καλό να πηγαίνεις με την πλειοψηφία –αυτό ίσχυσε άλλωστε μετά το 1949 επί είκοσι χρόνια.
Ωστόσο, η μετατόπιση του κέντρου δημιουργεί πρόβλημα στο SPD. Για τους περισσότερους ψηφοφόρους, η Μέρκελ βρίσκεται ήδη αρκετά αριστερά, οπότε προς τι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα; Η απουσία τοποθέτησης της καγκελαρίου, η έλλειψη οράματος και πολιτικών στόχων λειτουργούν υπέρ αυτής.
Η μέθοδος προσαρμογής της Μέρκελ φάνηκε καθαρά στην τηλεοπτική αντιπαράθεση των δύο υποψηφίων, όταν λ.χ. ο Σουλτς δήλωσε ότι «με τη SPD σύνταξη στα 70 δεν υπάρχει» ή όταν τέθηκε το ζήτημα της δεσποτικής διακυβέρνησης του Ερντογάν και της σύλληψης γερμανών πολιτών στην Τουρκία και ο Σουλτς αντέδρασε με την κοφτή πρόταση: «διακοπή των συνομιλιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία». Αυτό δεν ταίριαζε καθόλου στη λογική της υποψήφιας καγκελαρίου με το τεράστιο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, η οποία επιδίωκε να αποφύγει κάθε πιθανή σύγκρουση. Εξαναγκάστηκε όμως να πάρει την καυτή πατάτα. Σύνταξη στα 70 δεν θα υπάρξει ούτε στη δική της θητεία, δήλωσε, και η θέση της ήταν πάντα κατά της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Με τον ίδιο τρόπο, η Μέρκελ υιοθέτησε τη γενικευμένη αποστροφή των Γερμανών για τις επιπτώσεις από την εκμετάλλευση της ατομικής ενέργειας μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, ανακοινώνοντας τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ατομικής ενέργειας. Ετσι εξουδετέρωσε ένα κομβικό αίτημα των Πράσινων. Παρόμοιες ξαφνικές μεταστροφές υπονομεύουν την αξιοπιστία ενός/μιας πολιτικού, όπως και η γνωστή σιωπηλή στάση αναμονής σε συγκρούσεις ή οι ουδέτερες τοποθετήσεις της, τις οποίες παρουσιάζει ως διάθεση μη διακοπής συνομιλιών. Το υποτιθέμενο «έξυπνο» πολιτικό στυλ όπως και η παράκαμψη συγκρουσιακών ζητημάτων στην προεκλογική εκστρατεία αποτελούν ήδη αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης υπό τον τίτλο «ασύμμετρη αποστράτευση»: πώς να γίνεσαι όμοιος με τον αντίπαλο. Η τακτική αυτή βασίζεται σε εκλογική κόπωση, καθώς δεν υπάρχει τίποτε να επιλέξεις: και οι δυο υποψήφιοι είναι το ίδιο.
Το SPD, όσο εποικοδομητικό και αν υπήρξε για το κράτος και παρά το επαναστατικό παρελθόν του, έχει πάψει από καιρό να είναι λαϊκό κόμμα. Ενας δυναμικός προεκλογικός αγώνας με ευρωπαϊκή ατζέντα θα κινητοποιούσε τουλάχιστον τους νεαρούς ψηφοφόρους. Το κακό όμως είναι ότι το 60% των ψηφοφόρων είναι πάνω από πενήντα ετών.
Η Χρυσούλα Καμπά είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Γερμανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Οσναμπρικ