Δεν χρειάζεται καν να παραφράσει κανείς τον Μπρεχτ. Οι υποτιθέμενοι αντιεξουσιαστές που έσπασαν και έδειραν προχθές στη Δραπετσώνα ή αλλού είναι κι αυτοί ένας λαός. Κι αλίμονό τους, έχουν ανάγκη από ήρωες. Αλλοτε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο και τώρα τον Παύλο Φύσσα. Τότε έναν έφηβο μαθητή που έπεσε νεκρός από τη σφαίρα ενός αστυνομικού και σήμερα έναν 35άρη μουσικό που έχασε τη ζωή του από το μαχαίρι ενός νεοναζί.
Ακόμη χειρότερα για την μπρεχτική ρήση, έχουν ανάγκη και από νεκρούς. Από αδικοχαμένους στη μνήμη των οποίων δικαιολογούν όχι κάποια αντιεξουσιαστική οργή, αλλά ένα τυφλό ξέσπασμα βίας. Που, αλίμονο, μπορεί να προκαλέσει κι άλλους νεκρούς, κι άλλους αδικοχαμένους.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι νεκροί θα ήθελαν να προσφέρουν έστω και την παραμικρή σταγόνα από το δικό τους αίμα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του αίματος. Ολα γίνονται εν αγνοία τους. Η εργαλειοποίηση της μνήμης τους, τα επεισόδια στο όνομά τους, η βία ως απάντηση στη βία που υπέστησαν.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Παύλος Φύσσας θα ήθελε να δει να καταστρέφονται οι δρόμοι όπου μεγάλωσε ή να προσγειώνεται μια γροθιά σε ένα άλλο πρόσωπο για πάρτη του. Αντίθετα, η μητέρα του, αυτή η τραγική Μάνα Κουράγιο, υποχρεώνεται να δώσει έναν παράλληλο αγώνα. Τον αγώνα ενάντια σε αυτούς που επιχειρούν να κλέψουν τη μνήμη του γιου της.
Ο Φύσσας έπεσε θύμα του χρυσαυγίτικου μίσους. Κι αλίμονο στους λαούς που απαντούν στο μίσος με μίσος.