Σκηνή πρώτη: «Φτωχός, εγώ;» ρωτάει ενοχλημένος ο Ούλρικ Αρεντζ τη Σαρά Αλιφά-Λεγκράν. «Με προσβάλετε, ξέρετε». Η απεσταλμένη του γαλλικού περιοδικού «L’Obs» τού ζητάει συγγνώμη. Ο Αρεντζ τής γυρίζει την πλάτη και τείνει μια συσκευασία λουκάνικα σε κενό αέρος σε μια λεπτοκαμωμένη κυρία. Είναι εθελοντής σε μια τράπεζα φαγητού της Εσσης, στην κοιλάδα του Ρουρ, που μαζεύει τα απούλητα προϊόντα των σουπερμάρκετ και τα διανέμει στους 3.500 ανθρώπους οι οποίοι σπεύδουν εκεί κάθε εβδομάδα. Είναι ο τρόπος του να νιώθει χρήσιμος. Αλλά και ένας τρόπος να ξεγελάει τον εαυτό του, να κάνει πως βρίσκεται ακόμα στην «καλή πλευρά». Γιατί ο Αρεντζ δεν είναι περισσότερο πλούσιος από τον κόσμο που στέκεται στην ουρά μπροστά του –ανέργους, εργαζομένους που δεν τα βγάζουν πέρα, χαμηλοσυνταξιούχους. Ανεργος εδώ και τρία χρόνια, ο Αρεντζ ζει, στα 58 του χρόνια, με 709 ευρώ τον μήνα: 409 ευρώ επίδομα ανεργίας και 300 ευρώ στεγαστικό βοήθημα. Είναι ένας Χαρτζ 4.
Κανονικά, ο όρος αυτός περιγράφει το επίδομα που γεννήθηκε από τη συγχώνευση των κοινωνικών βοηθημάτων και των επιδομάτων που καταβάλλονταν στους μακροχρόνια ανέργους. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, αντικατέστησε στη γερμανική καθομιλουμένη τον όρο «φτωχός», που έγινε ταμπού. Εκανε την εμφάνισή του μαζί με την πανοπλία των μεταρρυθμίσεων της Ατζέντας 2010, που εφάρμοσε ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ μεταξύ 2003 και 2005 προκειμένου να κάνει πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας. Εχει τους υποστηρικτές του, που είναι πεπεισμένοι πως οι νόμοι αυτοί αποτελούν το κλειδί της γερμανικής οικονομικής επιτυχίας, και τους εχθρούς του, που θεωρούν πως νομιμοποίησαν τη φτώχεια.
Σκηνή δεύτερη. Μπροστά στο κέντρο νομικής βοήθειας για τους δικαιούχους κοινωνικών επιδομάτων, η εξάχρονη Φιρούζα και η τετράχρονη Τζαμίλα δίνουν κανονική παράσταση, έτσι όπως είναι ντυμένες πριγκίπισσες και κάνουν ότι παρελαύνουν με όλο τους το παιδικό νάζι. Η εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο παραπλανητική: και αυτές οι δύο μικρές, Χαρτζ 4 είναι, από τη γέννησή τους ακόμα. Δεν είναι άνεργη η μητέρα τους, η Αζίζα. Αυτή η διαζευγμένη 23χρονη μητέρα εργάζεται ως γραμματέας στο Μπόχουμ, ακόμα μία πόλη της κοιλάδας του Ρουρ, στο κρατίδιο Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, για είκοσι ώρες την εβδομάδα. Κερδίζει 650 ευρώ τον μήνα. Ανήκει στην ατελείωτη στρατιά των γερμανών πολιτών που αμείβονται ανεπαρκώς / απασχολούνται μερικώς / απασχολούνται προσωρινά / έχουν κάποια mini-job, μικροεργασία, αυτές τις διάσημες συμβάσεις με ανώτατο όριο τα 450 ευρώ μηνιαίως, για τα οποία οι εργοδότες δεν καταβάλλουν ούτε φόρους ούτε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Πέραν του μισθού της, η Αζίζα λαμβάνει 276 ευρώ από το Jobcenter, το γραφείο εύρεσης εργασίας, και άλλα 300 ευρώ για να θρέψει τα παιδιά της.
Φτωχός στη Γερμανία σημαίνει ότι κερδίζεις λιγότερα από 950 ευρώ τον μήνα, το 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος –είναι μια πλούσια χώρα. Αλλά οι άνεργοι όπως ο Ούλρικ είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι. Το 70% των Γερμανών χωρίς απασχόληση είναι φτωχοί, έναντι 45% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο Σρέντερ θεωρούσε πως δεν υπάρχει «δικαίωμα στην τεμπελιά στην κοινωνία μας». Ενας άνεργος λοιπόν δεν λαμβάνει σήμερα παρά μόνο 409 ευρώ μηνιαίως έπειτα από έναν χρόνο χωρίς δουλειά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε τα χρόνια που εργαζόταν ούτε ο παλιός μισθός του. Και αν διαθέτει οικονομίες, ασφάλεια ζωής, ένα σπίτι, πρέπει πρώτα να εξαντλήσει αυτά τα αποθέματα πριν εισπράξει οτιδήποτε.
Η θυσιασμένη Γερμανία
Κάπου 6 εκατομμύρια Γερμανοί λαμβάνουν σήμερα το επίδομα Χαρτζ 4. Στην κοιλάδα του Ρουρ βρίσκεται ένα από τα καλύτερα παρατηρητήρια αυτής της «θυσιασμένης Γερμανίας»: το ποσοστό της φτώχειας φτάνει εδώ το 20%. Στην περιοχή αυτή, μεταβιομηχανικό ερείπιο της αλλοτινής καρδιάς της χώρας, υπάρχουν ολόκληρες συνοικίες Χαρτζ 4, με τις τράπεζες τροφίμων τους κρυμμένες μακριά από τη δημόσια θέα. Γιατί η φτώχεια δεν ταιριάζει με αυτήν τη «Γερμανία όπου είναι ωραίο να ζεις», όπως διακηρύττει το σύνθημα της Ανγκελα Μέρκελ για τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Η καγκελάριος δεν έχει πάψει να υπερασπίζεται την Ατζέντα 2010.