«Η φωτογραφία στην μπενζίνα από Πάτμο μνημειώδης» γράφει ο Σεφέρης από τη Βηρυτό στον Κατσίμπαλη στις 12 Οκτωβρίου 1955∙ «θα τη λάβεις». Σε όποιον ασχολήθηκε με τον βίο του νομπελίστα ποιητή, η εικόνα αυτή των τριών εκδρομέων είναι γνώριμη. Δεξιά δεσπόζει, με στραμμένα τα νώτα, το εμβληματικό μπούστο του Γιώργου Κατσίμπαλη. Σκιασμένο από το καπέλο Παναμά, το βλέμμα του ατενίζει τον ορίζοντα ή μήπως το λιμάνι που άφησε πίσω της η ατμάκατος; «Ο κολοσσός αποχαιρετώντας την Πάτμο συλλογίζεται τον αφαλό της Χανούμ» σημειώνει ο Σεφέρης πίσω από τη φωτογραφία. Στο αριστερό μπράτσο του κολοσσού ακουμπάει μισοξαπλωμένη η Μαρώ μαντιλοφορούσα και με το γνωστό αινιγματικό της χαμόγελο. Η τολμηρή «γυναίκα που έμεινε όμορφη». Ο μόνος που κοιτάζει κατάματα τον φακό, γυρίζοντας ελαφρά το κεφάλι, είναι ο νεαρός Γεώργιος Π. Σαββίδης, πρώτος αριστερά στο κάδρο της φωτογραφίας. Πίσω από τον φακό το αόρατο πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής που συνέχει εικονογραφικά και συναισθηματικά τις τρεις φιγούρες, είναι βέβαια ο ίδιος ο Γιώργος Σεφέρης, θρυλικός φωτογράφος και πρεσβευτής, εκείνο τον καιρό, στον Λίβανο.
17 Σεπτεμβρίου 1955. Η παρέα των Γιώργηδων είχε σμίξει λίγες μέρες νωρίτερα στη Ρόδο και κατευθυνόταν τώρα με την μπενζίνα από την Πάτμο στη Λέρο. Από κει θα συνέχιζε για την Κω για να επιστρέψει, πριν καλά κλείσει η βδομάδα, στη Ρόδο, απ’ όπου ο καθένας θα τραβούσε το δρόμο του: Κατσίμπαλης και Σαββίδης για την Αθήνα, Σεφέρης και Μαρώ για το τρίτο και τελευταίο ταξίδι τους στην Κύπρο. Σε αυτή λοιπόν τη «μνημειώδη» φωτογραφία, όπως τη χαρακτηρίζει κατ’ επανάληψη ο Σεφέρης, την τραβηγμένη μεσοπέλαγα, συνοψίζεται ένας φθινοπωρινός συντροφικός περίπλους στα Δωδεκάνησα. «Το ευφρόσυνο σύμπλεγμα Σαββίδης – Μαρώ – Κατσίμπαλης… αποτυπώνει όλη την κίνηση και τη φρεσκάδα της στιγμής», παρατηρεί ο Διονύσης Καψάλης, «καθώς ο θαλασσινός άνεμος φυσάει τα ανοιχτά πανιά και τα ανοιχτόκαρδα πρόσωπα» («Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη», σ. 12).
Θα ήταν δίχως άλλο η χαρά της φυσικής παρουσίας και της ζωντανής κουβέντας ύστερα από χρόνια ψυχαναγκαστικής αλληλογραφίας και γκρίνιας: «Γράφε μπρε κολοσσέ της μουγκαμάρας» (Σεφέρης προς Κατσίμπαλη, 2/3/54) –«γράψε κι εσύ δυο λόγια, γιατί λαχτάρησα τη λαλιά σου, κι η ξενιτιά αποξενώνει τους φίλους» (Κατσίμπαλης προς Σεφέρη, 27/4/54). Οι δυο πρεσβύτεροι Γιώργηδες είχαν σχεδιάσει να βρεθούν, την προηγούμενη χρονιά, στη Βηρυτό και στην Κύπρο, μα μεσολάβησε το επτάμηνο ταξίδι τού Κατσίμπαλη στην Αμερική, στην Αγγλία και το Παρίσι. Οταν με τα πολλά αποφασίστηκε η συνάντηση των δυο τους στη Ρόδο, ο Κατσίμπαλης έθεσε ζήτημα αποκλειστικότητας: «Αλλά πληροφορούμαι πως πρόκειται να κουβαληθεί στη Ρόδο κι ο Σαββίδης» γράφει ενοχλημένος του Σεφέρη. «Πώς ξεφύτρωσε στη μέση;» (22/8/55).
Κατσιμπαλαίικες αναποδιές. Οι εντάσεις πάντως, αν υπήρξαν στην παρέα, δεν αποτυπώνονται στο στιγμιότυπο της μπενζίνας, ούτε στις επόμενες επιστολές του πληθωρικού βιβλιογράφου. Τον Σαββίδη άλλωστε –που ο Σεφέρης τον γνώριζε από εικοσάχρονο φοιτητή στην Αγγλία και του ανέθετε τώρα την επιμέλεια της συλλογής του «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν» –τον είχε υποδείξει ο Κατσίμπαλης για διάδοχό του, το 1953, στη διεύθυνση της «Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης», σημάδι πως εμπιστευόταν τον νεαρό φιλόλογο με τη «συνείδηση της Ευρώπης», ας του καταλόγιζε «υπερδιανοητισμό» (30/6/60). Ετσι ήταν ο Κατσίμπαλης, αστέρευτος και ακατάσβεστος, όπως τον έλεγε ο Χένρι Μίλερ. Ο Σεφέρης πάλι, αθεράπευτα διπλωμάτης, ήξερε πώς να καλοπιάσει τον αρχηγό: «Αλήθεια, σε χαρήκαμε στη Ρόδο» τον καθησύχαζε εκ μέρους και της Μαρώς. «Από τα καλύτερα που είχαμε φέτο» (12/10/55). Από τα καλύτερα, γιατί, κατά τα άλλα, το γενικό κλίμα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο.
Εκείνος ακριβώς ο μήνας της απόδρασης των τριών Γιώργηδων με τη Μαρώ στα Δωδεκάνησα έφερε τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη και την πρώτη ψυχρολουσία στο Κυπριακό. Στις 6 Σεπτεμβρίου, την επομένη της άφιξης του Κατσίμπαλη στη Ρόδο, σαρωνόταν βίαια το καθεστώς της ειρηνικής συμβίωσης και μαζί της το μέλλον της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, ενώ στις 21 Σεπτεμβρίου, τη μέρα που οι ταξιδιώτες επέστρεφαν στη Ρόδο, η Πολιτική Επιτροπή του ΟΗΕ απέρριπτε, υπό την πίεση των Βρετανών, την αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης να συζητηθεί το Κυπριακό. «Δεν ήμουν στα καλά μου» θυμάται ο Σεφέρης, στον ισολογισμό του ’55, σχετικά με την εκδρομή στην Πάτμο. «Με είχαν αρρωστήσει και τα φριχτά γεγονότα του Σεπτέμβρη (Τουρκία – Κυπριακό) και η ελεεινή ανεπάρκεια των αρχόντων μας» («Μέρες Στ’», 25/2/56). Αφού αποχαιρέτησε τον Κατσίμπαλη, κατέφυγε στο σπίτι του μάστρου Ευάγγελου Λουίζου στην Αμμόχωστο. «Επειτα από την πίκρα που κατάπιαμε καταβροχθίζοντας αθηναϊκές εφημερίδες στη Ρόδο, η Κύπρος ήταν ψυχοσώστρα» δηλώνει στον Γιώργο Σαββίδη (9/10/55).
Και πίκρα λοιπόν πίσω από τα ανοιχτόκαρδα πρόσωπα της μπενζίνας –ο βαρύς καημός του Κυπριακού. Πίκρα για τις δυσάρεστες εξελίξεις και τις άδειες κουβέντες, πίκρα και για τη στάση των «φίλων του άλλου πολέμου», με επιφανέστερο το «κάζο» του Larry (Laurence Durrell), που είχε αναλάβει διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών των Εγγλέζων στην Κύπρο. «Είμαι μπαρουτιασμένος με τους φίλους μας τους Αγγλους» ωρυόταν ο Κατσίμπαλης. «Α σιχτίρ με δαύτους» (18/4/55). «Το μεγάλο ζήτημα είναι να νιώσουμε την υπόθεση εμείς» του απαντούσε ψύχραιμα ο Σεφέρης (2/7/55), απορροφημένος ολότελα από την κυπριακή του εμπειρία και το σιγύρισμα της κυπριακής του «φυλλάδας». Ενα χρόνο μετά θα αναλάμβανε την Πολιτική Διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών με αρμοδιότητα το Κυπριακό.
Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες. Ιστορίες φίλων που ανταμώνουν και χωρίζουν, ομοτέχνων με κοινά ή ενάντια συμφέροντα, ιστορίες διανοητικής στράτευσης και ψυχικής χαλάρωσης. Η «φωτογραφία στην μπενζίνα» είναι και δεν είναι αυτό που δείχνει. Σκηνοθετημένη αναμφίβολα, αλλά χωρίς ωραιοπάθεια. Απόθεμα πάντως συμπυκνωμένης μνήμης, ίσως και μόνο γι’ αυτό μνημειώδης.