Το έχουμε ακούσει όλοι μας τόσες φορές ώστε τώρα είναι πια σαν να μην το ακούμε. Εννοούμε την επαναλαμβανόμενη σύσταση μέσα στα βαγόνια του μετρό «Παρακαλείσθε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα». Αν και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όσοι εκδηλώνουν τη μεγαλύτερη ανησυχία για τα «προσωπικά τους αντικείμενα» είναι αυτοί ακριβώς που πέφτουν συχνά θύματα κλοπής, ενώ όσοι αδιαφορούν, σαν να σχηματίζεται γύρω τους μια ασπίδα προστασίας, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς μια παράμετρο εξαιρετικής ηθικής σημασίας, ανεξάρτητα από την προσοχή που δίνει ή δεν δίνει στη σύσταση που του γίνεται.
Δεν είναι δυνατόν σ’ έναν δημόσιο χώρο, όπως είναι το μετρό, έστω και με πολύ κομψό τρόπο, να υποβάλλεται στους επιβάτες του ότι όλοι οι συνταξιδεύοντές τους είναι ενδεχόμενοι κλέφτες. Οπως δεν είναι σωστό ν’ ανοιγόμαστε απερίσκεπτα σε ανθρώπους που δεν τους γνωρίζουμε, άλλο τόσο είναι για όλους μας προσβλητικό να θεωρούμαστε εκ των προτέρων μεταξύ μας ότι ο ένας αποσκοπεί να κλέψει ή να βλάψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον άλλον. Συνήθως η ζημιά όσον αφορά ανθρώπους που δεν τους γνωρίζουμε, αλλά είναι και ελάχιστο το ενδεχόμενο να τους γνωρίσουμε –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ύπαρξή τους δεν μας βοηθάει να σχηματίσουμε μια σύνολη εικόνα για την ανθρωπότητα -, δεν γίνεται με πράγματα που μας λέγονται με κατηγορηματικό τρόπο εναντίον τους. Γίνεται με κρίσεις, αφορισμούς ή παραινέσεις που μας υποβάλλονται υπαινικτικά, ήπια, προκειμένου να κρατηθεί σε εγρήγορση η προσοχή μας, κυρίως όμως η καχυποψία μας, αλλά και μια αμφιβολία ότι ο άλλος είναι εκ προοιμίου για μας κάτι για πάντα απορριπτέο.
Ενα πρόχειρο (αν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμε τη λέξη «πρόχειρο» σε σχέση με ανθρώπους) παράδειγμα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που, αν εξαιρέσει κανείς μια «διατεταγμένη» αλλά και νεφελοειδή αίσθηση συμπόνιας απέναντί τους, αυτό που απτά, με συμπαγή και αμετακίνητο τρόπο μάς κατακλύζει στη θέα τους είναι κυρίως ότι κινδυνεύουμε. Εστω κι αν σε όσα ακούμε, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, είναι ότι ο αιωρούμενος αξεκούνητα κίνδυνος απεφεύχθη να πάρει σάρκα και οστά την τελευταία έστω στιγμή. Βέβαια θα σου πει κάποιος ότι «μία φορά φτάνει για να γίνει το κακό», δεν μπορεί όμως να οργανώνεται κανείς σε όλα τα επίπεδα της ζωής του, σε σχέση με τους συνανθρώπους του, σαν αυτή η μία φορά να πρόκειται να ισχύει την κάθε στιγμή και για πάντα.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο άδικη και επιπόλαιη είναι μια τέτοια άποψη όταν αναλογιστεί –για να τα λέμε και αυτά –ότι στις περιπτώσεις που συνέβη από μια απρόβλεπτη φορά των πραγμάτων να αντιστραφούν οι συνθήκες και ο υποψήφιος να απειληθεί, όχι μόνο δεν κινδύνευσε, αλλά ευεργετήθηκε και μάλιστα γενναιόδωρα από τον άγνωστο συνάνθρωπό του που του συστηνόταν ως κάτι άξιο μόνο να το υποψιάζεται. Μένει επομένως να αναρωτηθούμε πότε γινόμαστε καλύτεροι, όταν «προσέχουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα», σαν να μην υπάρχουμε παρά μόνον εμείς και αυτά, ή όταν ανοιγόμαστε στη ζωή χωρίς τον φόβο ότι οι άλλοι ήρθαν στον κόσμο αυτόν για να μας κάνουν κακό;