Ανυπεράσπιστοι παλεύουν με την οικολογική καταστροφή οι εργάτες απορρύπανσης τις τελευταίες δύο εβδομάδες στον Σαρωνικό. Η εισπνοή των τοξικών αερίων που εκλύονται θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους, ενώ καταγγελίες αναφέρουν ότι οι στολές και οι μάσκες που τους έχουν δοθεί δεν παρέχουν επαρκή προστασία.
«Οι εργάτες απορρύπανσης είναι τα πρώτα αθώα θύματα του ναυαγίου, καθώς εργάζονται με ανεπαρκείς προφυλάξεις αλλά και ελλιπείς γνώσεις σε σχέση με την επικινδυνότητα και την ασφαλή προσέγγιση των υλικών με τα οποία έρχονται σε επαφή και εισπνέουν» λέει στα «ΝΕΑ» ο Θοδωρής Τσιμπίδης, διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Ερευνών «Αρχιπέλαγος». «Είναι γνωστό ότι περισσότερη από τη μισή ποσότητα του πετρελαίου που διέρρευσε θα εξαερωθεί εκλύοντας τοξικά αέρια. Οι άνθρωποι που έχουν σταλεί για την καθαριότητα είναι άνεργοι που την τελευταία στιγμή έλαβαν εκπαίδευση μιας ώρας, τους έδωσαν μια στολή για μπογιατζήδες απλώς για να μη λερώνονται και τους εκθέτουν επί τόσες ημέρες σε επικίνδυνα αέρια. Δεν πρόκειται για μόνιμα και εξειδικευμένα συνεργεία. Είναι άνθρωποι που πληρώνουν με αυτόν τον τρόπο την ανεργία και την έλλειψη απασχόλησης. Και το σοβαρότερο, δεν έχουν πληροφόρηση για τις επιπτώσεις, ώστε να επιλέγουν εξαρχής συνειδητά αν θα το κάνουν ή όχι».
Ο Θοδωρής Τσιμπίδης εξηγεί ότι «οι εργάτες απορρύπανσης θα έπρεπε να φορούν ειδικές μάσκες και στολή με προδιαγραφές διαχείρισης τοξικών αποβλήτων» και επισημαίνει ότι «οι εταιρείες δεν θα μπορούσαν να διαθέτουν σταθερό προσωπικό για τέτοιες περιπτώσεις, καθώς δεν έχουν διαρκείς συμβάσεις με το ελληνικό κράτος. Για ακόμη μία φορά αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν κρατικές δομές με δυνατότητα να ασκήσουν σοβαρή παρέμβαση» λέει και συμπληρώνει: «Το Λιμενικό διέθετε μέχρι πριν από λίγα χρόνια κάποια απορρυπαντικά σκάφη, τα οποία γεράσανε και τα δώσανε για παλιοσίδερα. Εμείς ως ινστιτούτο επισημαίνουμε επί 15 χρόνια την έλλειψη αποτελεσματικού μηχανισμού διαχείρισης θαλάσσιων ατυχημάτων».
Εννέα ναυάγια. Σε ανακοίνωσή του το «Αρχιπέλαγος» τονίζει ότι «από τις αρχές του χρόνου έγιναν εννέα σοβαρά ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, τα οποία απλώς έτυχε να μην προκαλέσουν ρύπανση από πετρελαιοειδή ή να μη μεταφέρουν επικίνδυνο φορτίο. Ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις από ένα αντίστοιχο ατύχημα που θα μπορούσε να συμβεί στο Αιγαίο, για παράδειγμα στο Στενό του Καφηρέα, ανάμεσα στην Εύβοια και την Ανδρο, ή στο στενό Κυθήρων – Ελαφονήσου ή σε άλλα αντίστοιχα σημεία υψηλού ρίσκου. Αυτά τα στενά περάσματα διαπλέουν κάθε μήνα περίπου 250-300 πετρελαιοφόρα και δεκάδες άλλα πλοία με επικίνδυνα φορτία (πχ υδατοδιαλυτές, τοξικές χημικές πρώτες ύλες, η ανάκτηση των οποίων είναι αδύνατη), με χωρητικότητα που μπορεί να ξεπεράσει τους 120.000 τόνους. Περίπου το 50% αυτών φέρει σημαίες ευκαιρίας, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω την πιθανότητα ατυχήματος».