Θα μου επιτραπεί, ελπίζω, σήμερα, για να αναφερθώ σε μια ενδημική παθογένεια της ελληνικής εκπαίδευσης, να καταφύγω σε μερικά αυτοβιογραφικά γεγονότα. Το 1963, μετά τη θητεία μου, μπήκα στην ιδιωτική εκπαίδευση, εγκύκλια και φροντιστηριακή, ημερήσια και νυχτερινή. Μην έχοντας άλλο πόρο ζωής ούτε βέβαια ιδιόκτητο σπίτι, δούλευα πρωί, απόγευμα και βράδυ. Εχοντας μια ιδιαίτερη αγάπη, πλην της φιλολογίας, και των μαθηματικών (εξάλλου στην επαρχία όπου τελείωσα το Γυμνάσιο είχα φοιτήσει σε πρακτικό τμήμα σπουδών, έχοντας μάλιστα ως καθηγητή των Μαθηματικών τον μεγάλο Γιάννη Πανάκη, δάσκαλο και συγγραφέα κυρίως του μοναδικού πανευρωπαϊκού βιβλίου 500 σελίδων «Το ισοσκελές τρίγωνον»!). Ετσι όσο δούλεψα (έως το 1971 που μπήκα στην κριτική θεάτρου στο «Βήμα») σε φροντιστήρια, δίδαξα Εκθεση αποκλειστικά σε φροντιστήρια θετικά για υποψηφίους στην Ιατρική και στα Φυσικομαθηματικά. Είχα την τιμή και τη χαρά για δέκα χρόνια να διδάξω στο φροντιστήριο Σταυρόπουλου – Τσατσάκη σε ένα διώροφο παλιό αρχοντικό (γκρεμισμένο τώρα) πίσω από το ιερό της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Ο Τσατσάκης, κρητικός φυσικός, και ο Πόθος Σταυρόπουλος, μεγαλοφυής μαθηματικός από τη Ζαχάρω. Σ’ αυτό το φροντιστήριο για όλα εκείνα τα χρόνια συνδιδάξαμε με τον σπουδαίο φυσιογνώστη Αριστείδη Γεωργιάδη (δάσκαλο δεκάδων φοιτητών που αργότερα κατέλαβαν πανεπιστημιακές έδρες) και τον μαθηματικό Γιώργο Κοντογεώργη που δεν ήταν άλλος από τον μείζονα υπερρεαλιστή ποιητή Εκτορα Κακναβάτο (έχω άλλοτε εδώ αφηγηθεί την αποκάλυψη και τη μεγάλη έκτοτε φιλία μας). Ακόμη και τώρα, ήδη πριν από μία εβδομάδα, έρχονται και με χαιρετούν σε θέατρα και στον δρόμο μαθητές μου, εβδομηντάρηδες πια, απόμαχοι πλέον σπουδαίοι επιστήμονες και επιχειρηματίες.
Ηταν οι εποχές του «ένα ένα τέσσερα», των Ιουλιανών και τα πρώτα χρόνια της χούντας. Με είχε απασχολήσει το γεγονός πως σε καθημερινή βάση ο Πόθος Σταυρόπουλος, εκεί κατά το μεσημεράκι (δουλεύαμε το καλοκαίρι δωδεκάωρο, 9 π.μ. – 9 μ.μ.), δεχόταν νεαρούς επιστήμονες κλείνοντας το γραφείο του και ξανανοίγοντας σε δύο ώρες. Ρώτησα λοιπόν τον Κακναβάτο τι συνέβαινε και μου εξήγησε πως ο Σταυρόπουλος έγραφε κατόπιν αναθέσεως υποψήφιων διδακτόρων σχεδόν όλα τα διδακτορικά στα Ανώτερα Μαθηματικά που εγκρίνονταν από το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με αμοιβή βέβαια. Κι όταν αυτά εγκρίνονταν και χρειαζόταν να γίνει και η προφορική τους υποστήριξη ενώπιον της ολομέλειας της σχολής, προετοίμαζε τον επίδοξο διδάκτορα για τις πιθανές ερωτήσεις που θα του απηύθυναν διάσημοι τότε καθηγητάδες! Πολλοί από τους τότε προστρέχοντες στον ιδιοφυή Πόθο σε λίγο χρόνο φιγουράριζαν ως βοηθοί καθηγητών και εν συνεχεία επιμελητές και καθηγητές. Σε λίγα χρόνια, στο ίδιο φροντιστήριο, όταν με τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου εξετάζονταν και οι υποψήφιοι γιατροί και φυσικομαθηματικοί στα Νέα, στα Αρχαία Ελληνικά, στην Ιστορία και στα Λατινικά, συνυπηρετούσαμε με τον Θεόδωρο Τασσόπουλο, μια μεγαλοφυΐα στα Λατινικά, που τότε είχε μεταφράσει πρώτος αυτός και κυκλοφορούσε στα ελληνικά σε πεζή μετάφραση έξοχη την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Αυτός λοιπόν έγραφε τα υποψήφια διδακτορικά στο Αθήνησι στα Λατινικά, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του μεγάλου καθηγητή Σκάσση –η έδρα έμεινε κενή, διεκδικούμενη από συνεχώς απορριπτόμενους υποψηφίους. Ο Τασσόπουλος που θα μπορούσε χωρίς ανταγωνιστή να την καταλάβει δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και ως εχθρός του έθνους αποκλειόταν. Ετσι γινόταν αδιαλείπτως διδάκτορας μέσω τρίτων!
Για να μην υπάρξει εντύπωση πως η «μηχανή» αυτή ήταν κανόνας, θα πω πως και τότε και αργότερα που υπηρέτησα 20 χρόνια ως καθηγητής στο Αθήνησι υπήρχαν άξιοι καθηγητές που δεν τρώγαν εύκολα κουτόχορτο. Ούτε βέβαια όσοι αποδέχονταν ή ανέχονταν τον «θεσμό» των ετοιματζίδικων διδακτορικών, των μεταπτυχιακών και των προπτυχιακών εργασιών ήταν αφελείς ή ύποπτοι συναλλαγής. Απλώς λόγω της πληθώρας των σπουδαστών συγκέντρωναν στοίβες εργασιών και ή τις διόρθωναν οι βοηθοί ή σωρεύονταν αδιάβαστες σε κάποιο ράφι. Αυτό ήξεραν οι φοιτητές και κατέφευγαν στους «ειδικευμένους» της πιάτσας ώστε να πάρουν είτε υπογραφή να μετάσχουν στις εξετάσεις ή να πληρωθεί η υποχρέωση να υποβάλουν την υποχρεωτική μεταπτυχιακή εργασία. Αλλά και διδακτορικό, θα πείτε; Προϋπόθεση για έναν επιστήμονα να διεκδικήσει είτε αυξημένο μισθό στο επάγγελμα είτε να ενταχθεί στους υποψηφίους να καθέξουν έδρα; Ναι, αγαπητοί.
Συχνά απασχόλησε παλιότερα τον Τύπο και τα δικαστήρια η αποκάλυψη ότι καθηγητάδες με έδρες τρικούβερτες είχαν αντιγράψει διδακτορικά (κυρίως ξένων επιστημόνων) ή είχαν αντλήσει ολόκληρα κεφάλαια του πνεύματός τους από ανάλογες εργασίες ή βιβλία ξένων ή παλαιότερων ελλήνων μελετητών.
Δίδαξα 20 χρόνια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μάρτυρές μου οι δεκάδες φοιτητές μου και οι υπάλληλοι, αλλά και οι συνάδελφοι του τμήματος, αν δίδαξα έστω και μία φορά στα είκοσι εξάμηνα επί δύο μαθήματα κάθε εξάμηνο και σε μεταπτυχιακά μαθήματα ζητώντας γραπτή εργασία ή κάνοντας γραπτές εξετάσεις. Εξέταζα πάντα προφορικά και δεν «πουλούσα» στο κράτος κάποιο βιβλίο μου για να διανεμηθεί δωρεάν και να είναι εξεταστέο. Εστελνα τους φοιτητές μου στη Βιβλιοθήκη και οι εξετάσεις μου δεν απαιτούσαν παπαγαλισμό τίτλων και ημερομηνιών, αλλά κρίσεις, εκτιμήσεις και προσωπικό ρίσκο του φοιτητή. Το πού γεννήθηκε ο Μένανδρος ή ο Πιραντέλο, το πόσα έργα και πότε τα έγραψε, τα βρίσκει και ο μαθητής του Δημοτικού στο Διαδίκτυο. Το να αναλύεις όμως έναν μονόλογο του Μάκβεθ ή του Αίαντα θέλει κριτική σκέψη. Και συχνά βαθμολογούσα με άριστα φοιτητές με την προφορική ανάλυσή τους σε τέτοια θέματα –δεν συμφωνούσα καθέτως, αρκεί να υπήρχε προσπάθεια λογικής και πραγματολογικής επιχειρηματολογίας.
Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα δασκάλων και δεν διεκδικώ την πρωτοτυπία. Εγώ ερχόμουν από τη Μέση Εκπαίδευση και είχα συνηθίσει να διορθώνω τα γραπτά των μαθητών μου, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο για αξιόλογους επιστήμονες με σπουδές στο εξωτερικό, όπου τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι διαφορετικά. Εξάλλου πολλοί σπουδαίοι πανεπιστημιακοί είναι πολυάσχολοι (γιατροί εν ενεργεία, πρόεδροι θεσμών κ.τ.λ.) και δεν διαθέτουν χρόνο να διορθώνουν κάθε χρόνο χιλιάδες προπτυχιακές εργασίες, μεταπτυχιακά και διδακτορικά.
Ετσι φτάσαμε πρόσφατα στο θράσος να υποβάλλεται η ίδια (η ίδια) εργασία από 106 φοιτητές! Ολοι ήταν βέβαιοι ότι δεν θα διαβαστεί ή ήταν θύματα φάρσας ή αντέγραφε ο ένας από τον άλλο, χωρίς να υποπτεύονται ότι το φαινόμενο είχε πάρει τη μορφή πλημμυρίδας.
Αλλά ας μην περιοριστούμε στην εκπαιδευτική απάτη. Αυτοί οι λεβέντες και οι λεβέντισσες που υποβάλλουν τέτοια ρεζιλίκια, αύριο θα τα υποβάλουν ως πτυχίο ή μεταπτυχιακό σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες και θα διεκδικήσουν θέσεις σε νοσοκομεία, δικηγορικά γραφεία, εταιρείες, εφορίες, σχολεία, στρατιωτικές σχολές, γεμίζοντας την «πιάτσα» με αλμπάνηδες.
Αγαπητοί φίλοι, 106 απατεώνες φοιτητές σε μία σπουδαστική χρονιά, σε ένα μόνο μάθημα, δεν είναι σύμπτωμα, είναι τσουνάμι, και αν γινόταν σε αφρικανική χώρα θα είχε οδηγήσει τους ενόχους στο καζάνι του μάγου της φυλής.