Η Μάριλιν Ρόμπινσον γεννήθηκε το 1943 σε μια μικρή πόλη του Αϊνταχο, στις βορειοδυτικές εσχατιές της Αμερικής, το Σάντποϊντ, χαμένο στα υψίπεδα των Βραχωδών Ορέων, χτισμένο στις παρυφές μιας μάλλον μεγάλης λίμνης, της Παντ Ορέιγ. Το τοπίο είναι υποβλητικό, οι αλλεπάλληλες χιονισμένες βουνοκορφές ζώνουν τον ορίζοντα επικαθήμενες η μια στην άλλη, οι χειμώνες είναι μακρείς και δύσκολοι, οι έποικοι σκληροτράχηλοι και μοναχικοί. Ακληροι, κυνηγημένοι και πλάνητες καταφεύγουν συχνά εδώ, ενώ η βία δεν είναι κάτι άγνωστο μες στην απομόνωση, την ενδοστρέφεια, τον καθοριστικό ρόλο των φυσικών στοιχείων και τις οικογενειακές τριβές. Σ’ αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, όπου η αυτάρκεια είναι προϋπόθεση επιβίωσης, δεν είναι σπάνια η στροφή στη θρησκεία, στον υπερβατισμό, στην αναζήτηση πνευματικών ερμηνειών για τις φυσικές πραγματικότητες, ειδικά όταν αυτές καταπίνουν τις ζωές των απλών ανθρώπων. Γιατί τα λέω όλα τούτα για μια μικρή, άγνωστη, αμερικανική πόλη; Μα διότι, μετονομασμένη σε Φίνγκερμποουν, είναι το πλαίσιο και ένας εκ των οιονεί πρωταγωνιστών της αφήγησης της 37χρονης τότε (στα 1980) Ρόμπινσον. Φίνγκερμποουν έχει βαπτισθεί στο βιβλίο και η παρακείμενη λίμνη, προϊόν προγενέστερων γεωλογικών περιόδων, που τα φουσκωμένα από το λιώσιμο των πάγων νερά της πλημμυρίζουν κάθε άνοιξη τα σπίτια και τους οπωρώνες και που στον βυθό της κρύβει μυριάδες μικροαντικείμενα, καύκαλα, απομεινάρια της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά και απομεινάρια των ανθρώπων που τέλειωσαν εδώ τη ζωή τους ψαρεύοντας, κυνηγώντας ή απλώς διασχίζοντάς την.
Ο βυθός της λίμνης ελκύει με ακατανίκητη δύναμη την αφηγήτρια του βιβλίου, τη Ρουθ. Δεν είναι μόνο επειδή παρέα με την αδελφή της, τη Λουσίλ, κάνουν βόλτες στις όχθες, ψαρεύουν πέρκες, χαζεύουν τον ουρανό και το νερό, ανάβουν φωτιές, αναζητούν απολιθώματα, κάνουν πατινάζ στην παγωμένη επιφάνεια, παρατηρούν τα κατάφωτα παράθυρα και τους φασματικούς επιβάτες του τρένου της Δύσης, όταν αυτό επιβραδύνει πριν διασχίσει τη γέφυρα που στεφανώνει τον δυτικό βραχίονα της λίμνης. Κάτω από την επιφάνεια αναπαύεται ο παππούς τους, που εξαφανίστηκε μαζί με ένα ολόκληρο τρένο και τους επιβάτες του όταν αυτό εκτροχιάστηκε καταμεσής της λίμνης και γλίστρησε σαν χέλι στον προϊστορικό βυθό. Αλλά στα βάθη της αναπαύεται και η μητέρα τους, που έφερε κάποτε τις δυο μικρές από το Σιάτλ διασχίζοντας τα δυτικά βουνά για να τις αποθέσει στην αυλή της γιαγιάς τους, μοιράζοντάς τους ένα πακέτο καλούδια για να μην τσακώνονται. Επειτα έκανε στροφή 180ο και με το δανεικό της αυτοκίνητο βούτηξε για πάντα στα βάθη της λίμνης. Η μητέρα, που έρχεται και επανέρχεται στη διάρκεια της αφήγησης, άφησε κάποτε το πατρικό σπίτι στο Φίνγκερμποουν για να ακολουθήσει τον άγνωστο στα κορίτσια πατέρα τους, από τον οποίο και είχε μάλλον εγκαταλειφθεί. Ζούσε μαζί τους μια μίζερη ζωή στο Σιάτλ, την οποία η Ρουθ σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, η χαμένη μητέρα είναι παρούσα ως μνήμη, ως ανταύγεια, ως σταθερή σκέψη, περισσότερο ίσως από ό,τι αν ήταν ζωντανή, και έτσι αποκαθαρμένη μας δίνει τον έναν κώδικα για την ερμηνεία του βιβλίου –την επιβίωση των παρελθόντων πραγμάτων μέσω της μνήμης. Το ίδιο ισχύει με τον τρόπο του για τον χαμό του παππού που ζει με τους άλλους νεκρούς του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στις μνήμες των ανθρώπων, μια και δεν έχουν και πολλά άλλα ν’ αφηγηθούν σ’ αυτά τα απομονωμένα μέρη της Αγριας Δύσης.
Ονειροπόλες
Η μνήμη του παρελθόντος προφητεύει και το μέλλον, μας λέει η Ρόμπινσον. Προδικάζει, προλέγει, μας παίρνει από το χέρι για να μας δείξει τα μελλούμενα. Οι δυο μικρές αδελφές θα μεγαλώσουν απομονωμένες και αυτάρκεις υπό την κηδεμονία της γιαγιάς τους και όταν αυτή πεθάνει θα έρθουν να τις προσέχουν δύο γηραιές κουνιάδες, που θα δώσουν με τη σειρά τους τη θέση τους στη Σιλβί, τη μικρή αδελφή της μητέρας τους και σκιώδες τους αντίστοιχο, που είχε ομοίως εγκαταλείψει την πατρώα εστία πριν από χρόνια κι έχει καταλήξει, εγκαταλειμμένη από τον σύζυγό της, να ζει σαν πλάνης και λαθρεπιβάτης σε τρένα. Οι τρεις τους, ονειροπόλες και εσωστρεφείς, θα τα βρουν ζώντας ανεξάρτητα από την τοπική κοινότητα με τη σύνταξη του παππού. Τα κορίτσια άλλοτε πάνε κι άλλοτε όχι στο σχολείο, φίλες δεν έχουν, αλλά ζουν μέσα στη φύση, ιεροποιώντας τα πουλιά, τα φυτά, τον καιρό, την ανατολή του ήλιου και το φέγγος της Σελήνης.
Παγανισμός
Πρόκειται για έναν μυστικιστικό παγανισμό που φαίνεται πως χαρακτήριζε τη σκέψη της Ρόμπινσον στα πρώιμα χρόνια της, πριν στραφεί σε ένα αποστολικού τύπου χριστιανικό δόγμα, χαρακτηριστικό στη «Λάιλά» της (επίσης από το Μεταίχμιο) και το αμετάφραστο ακόμη «Γκίλιαντ». Οι παρατηρήσεις της είναι τόσο λεπταίσθητες και ακριβείς, το πνεύμα των πραγμάτων αναδύεται τόσο άκοπα, η φυσική ποικιλότητα είναι τόσο απέραντη, που σου φέρνει στο μυαλό τον προπάτορα Χένρι Ντέιβιντ Θορό και το σημαδιακό για τα αμερικανικά γράμματα «Γουόλντεν» –απογραφή της μοναχικής ζωής του συγγραφέα δίπλα σε μια μικρή λίμνη, βαθιά μέσα στο δάσος της Μασαχουσέτης, στην άλλη πλευρά της ηπείρου. Φέρνει ακόμη περισσότερο στον νου τον άλλο καθοριστικό Αμερικανό του 19ου αιώνα, τον Ραλφ Γουόλντο Εμερσον, πατέρα της υπερβατικής σκέψης και της προσέγγισης της φυσικής ενότητας ως φαινομένου που κρύβει παράλληλες πραγματικότητες, αλλά και συγγραφέα που δάνεισε στη Ρόμπινσον την ιδέα της «διαφανούς εποπτικότητας» –όπου το μάτι του παρατηρητή οφείλει να δέχεται, να αποτυπώνει και να επεξεργάζεται τη φυσική εμπειρία στο σύνολό της.
Είναι αυτές ακριβώς οι κρυμμένες πραγματικότητες που αγωνίζεται να ξεκλειδώσει η μικρή Ρουθ σε μια αποθέωση των απειλών, των ισορροπιών, της εκδικητικότητας και της ομορφιάς των φυσικών πραγμάτων, πιστή στην αμερικανική παράδοση του πιονιέρου, του πλάνητος, του κατακτητή της άγριας φύσης (και Δύσης). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της σχέσης των δύο κοριτσιών με το νερό, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς τον Μαρκ Τουέιν και την αναγωγή του Μισισίπι σε πρωταγωνιστή της αφήγησης μέσω της ζωής του σημαδιακού Χόκλμπερι Φιν. Εδώ βέβαια το ποτάμι θα αντικατασταθεί από τη λίμνη Φίνγκερμποουν.
Βιβλικοί τόνοι
Marilynne Robinson
Ρουθ
Mτφ. Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Μεταίχμιο 2017, σελ. 271
Τιμή: 16,60 ευρώ